Κατέρρευσε στο ΣτΕ η κομματική πολιτική του υπουργείου Παιδείας
Την περασμένη Παρασκευή η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκανε δεκτή την απόφαση με αριθμό 865/2016 του Γʼ Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου, μετά την προσφυγή της Πανελλήνιας Ένωσης Διευθυντών Εκπαίδευσης και 57 διευθυντών σχολείων στο ζήτημα της συνταγματικότητας και της νομιμότητας της κανονιστικής πράξης που αφορά τις επιλογές στελεχών σύμφωνα με τον ν. 4327/2015 των Μπαλτά-Κουράκη. Επρόκειτο για μια πραγματική δικαίωση για τους διευθυντές εκπαίδευσης, οι οποίοι απομακρύνθηκαν από τα γραφεία τους σε μια προσπάθεια κομματικού ελέγχου του χώρου.
Με μια πρώτη εκτίμηση αυτό σημαίνει ότι πάνω από 1.000 υποψήφιοι διευθυντές έχουν έννομο συμφέρον για να διεκδικήσουν εκ νέου τη θέση και το επίδομα. Σε αυτήν την περίπτωση, όπου τα διοικητικά δικαστήρια θα κάνουν δεκτές τις προσφυγές των διευθυντών, στον καθέναν που θα δικαιωθεί το υπουργείο Παιδείας θα πρέπει άμεσα να του καταβάλει το επίδομα θέσης για δύο χρόνια, δηλαδή γύρω στις 8.500 ευρώ συν τους τόκους υπερημερίας. Πέρα όμως από τις οικονομικές συνέπειες, θα δημιουργηθούν τεράστια νομικά ζητήματα στη λειτουργία των ΠΥΣΠΕ-ΠΥΣΔΕ και την ίδια στιγμή τα συμβούλια επιλογής και κρίσης θα στερούνται νομιμοποίησης, εάν προεδρεύουν οι επιλεγέντες με τον ν. 4327/2015 διευθυντές διευθύνσεων, καθώς στη διαδικασία της ψηφοφορίας το σώμα που τους ψήφισε κρίθηκε άκυρο.
Κατέρρευσε στο ΣτΕ η κομματική πολιτική του υπουργείου Παιδείας να επιλέξει περιφερειακούς διευθυντές εκπαίδευσης με γνώμονα την προσήλωσή τους στο κόμμα και όχι την ακαδημαϊκή, διδακτική και διοικητική ικανότητα. Η ίδια πελατειακή αντίληψη, με σκοπό η κομματική άλωση του κράτους να γίνει χωρίς χρονοτριβή, αποτυπώθηκε στη βίαιη παύση της θητείας των μέχρι σήμερα μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων (πλην των αιρετών), ώστε η εκ νέου συγκρότησή τους να γίνει με αμιγώς κομματικά κριτήρια. Έτσι, ο κομματικός εγκάθετος περιφερειακός διευθυντής επιλέγει όποιους εκπαιδευτικούς με 15ετή προϋπηρεσία επιθυμεί, χωρίς κανένα κριτήριο ή εχέγγυο αμεροληψίας και αξιοκρατίας, εξασφαλίζοντας όμως πιο αποτελεσματικά τον έλεγχο των διευθυντών των σχολείων από την προηγούμενη προσπάθεια ελέγχου τους μέσω της πρωτάκουστης διαδικασίας των εκλογών με μυστική ψηφοφορία.
Σε κάθε πεδίο πολιτικής κυριαρχεί η πολιτική αναξιοπιστία και η ανικανότητα της κυβέρνησης να κυβερνήσει τη χώρα. Μια κυβέρνηση που πορεύεται με τους υπουργούς να κουνούν το δάχτυλο πουλώντας «νομιμοφροσύνη» και «ηθικό πλεονέκτημα», προσπαθώντας να κρύψουν τις παρατυπίες και τις παρανομίες τους. Όλα στον βωμό της εγκαθίδρυσης ενός κομματικού καθεστώτος. Με αυτή την αντίληψη πορεύονται εδώ και δύο χρόνια στον χώρο της Παιδείας. Όπως μετέτρεψαν την επιλογή των διευθυντών σχολείων σε συνδικαλιστική αναμέτρηση, μέσα από μια αδιαφανή διαδικασία και απροσδιόριστα κριτήρια, τον Νοέμβριο του 2015, έτσι απαξίωσαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση, αποδομώντας τα συμβούλια των ιδρυμάτων, επαναφέροντας τους αιώνιους φοιτητές, τα ρουσφέτια των μονιμοποιήσεων, τη διάλυση της πραγματικής προστασίας του ασύλου από τους «μπαχαλάκηδες» και εξευτελίζοντας την έννοια, την ουσία και το περιεχόμενο του εθνικού και κοινωνικού διαλόγου για την Παιδεία.
Ο πολιτικός χρόνος των υπουργών ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ περιορίζεται και εξαντλείται, δυστυχώς, σε εσωτερικές διεργασίες σε κάθε τομέα πολιτικής. Διεργασίες, όμως, που δεν αφορούν την ελληνική κοινωνία που παλεύει να ορθοποδήσει και η οποία απαιτεί πλέον την ηθική και την αξιοκρατία. Όσο λοιπόν καθυστερεί η κυβέρνηση την αυτοκριτική της, τόσο ο τόπος θα βυθίζεται στο αδιέξοδο.