Η εξαγωγή του «μοντέλου της Κομοτηνής»

Δομικά, το «μοντέλο της Κομοτηνής» υπηρετείται κυρίως από το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, το οποίο στον πυρήνα του είναι το διπλωματικό προκάλυμμα για έναν πολιτικό οργανισμό διαμόρφωσης, καθοδήγησης και ελέγχου της μουσουλμανικής μειονότητας στην ελληνική Θράκη και μάλιστα ανεξάρτητα από τις επιμέρους εθνοτικές διαφορές εντός της μειονότητας αυτής (Τούρκοι, Πομάκοι, Ρομά). Αντίστοιχοι μηχανισμοί υπάρχουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου οι ανάλογες δομές καθοδήγησης και ελέγχου είναι πιο πολυάριθμες, εκτεταμένες σε όλη την επικράτεια και στελεχώνονται πρωτίστως από κληρικούς. Είναι γνωστές οι έφοδοι των γερμανικών αρχών προστασίας του Συντάγματος σε εγκαταστάσεις και γραφεία παρόμοιων «πολιτιστικών» οργανώσεων εδώ και χρόνια.

Η στρατηγική της Τουρκίας είναι η ίδια στη Θράκη και στην Ευρώπη: Οι Τούρκοι πολίτες που ζουν στις δυτικές χώρες αλλά και οι τουρκικής καταγωγής πολίτες των χωρών αυτών θεωρούνται όλοι μέλη του τουρκικού έθνους και οφείλουν να νιώθουν Τούρκοι και να συμπεριφέρονται ως Τούρκοι. Οι δεσμοί τους με την άλλη χώρα -δηλαδή τη χώρα στην οποία γεννήθηκαν και ζουν- είναι για την Τουρκία επιφανειακοί, καθαρά λειτουργικοί, ενώ ο πραγματικός, στενός ψυχικός δεσμός πρέπει να είναι με την Τουρκία, τη μητέρα πατρίδα. Για το τουρκικό κράτος η τουρκική διασπορά, όπως το έθετε και παλαιότερα η θεωρία του παντουρκισμού του Ziya Gokalp, είναι κομμάτι του τουρκικού έθνους που ζει εκτός των συνόρων του τουρκικού κράτους. Ιστορικά παραδείγματα όπου εθνοτικές μειονότητες χρησιμοποιήθηκαν από εθνικά κράτη ως εργαλεία άσκησης επιρροής στις πολιτικές υποθέσεις του κράτους που τις φιλοξενούσε υπάρχουν πολλά. Τα πιο γνωστά προέρχονται από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία και συγκεκριμένα από τις γερμανικές μειονότητες σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Η γερμανική μειονότητα της Τσεχοσλοβακίας, οι Σουδήτες, είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του βεληνεκούς της επιρροής που μπορεί να ασκήσει ένα εθνικό κράτος μέσω μιας συμπαγούς, ευάριθμης και ιδεολογικά συντεταγμένης μειονότητας στην ίδια την ύπαρξη του εθνικού κράτους που τη φιλοξενεί: Να οδηγήσει στη διάλυσή του.

Η ηγεσία της Τουρκίας γνωρίζει ότι οι τουρκικές διασπορές στην Ευρώπη δεν προσφέρονται για αλλαγές συνόρων στην εποχή μας, με εξαίρεση ίσως τα Βαλκάνια. Το σχέδιο, όμως, δεν είναι η αλλαγή συνόρων αλλά η δημιουργία ενός πολιτικού μοχλού που, όταν σταθεροποιηθεί και ελεγχθεί, μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιστικός παράγων για την εσωτερική πολιτική σκηνή, τόσο της Τουρκίας -αυτή είναι η περίπτωση των πρόσφατων παρεμβάσεων τούρκων αξιωματούχων σε ευρωπαϊκές χώρες, εν όψει του δημοψηφίσματος του Απριλίου στην Τουρκία- όσο κυρίως των ευρωπαϊκών χωρών.

Από τη σκοπιά του τουρκικού εθνικισμού, το «μοντέλο της Κομοτηνής» -το οποίο δεν είναι πρόσφατη εξέλιξη αλλά αναπτύσσεται εδώ και μισό αιώνα με καθοριστική κίνηση την υπογραφή από το καθεστώς των Απριλιανών του Ελληνοτουρκικού Μορφωτικού Πρωτοκόλλου (1968) και την εφαρμογή του με διαδοχικές διευρύνσεις μέχρι τις μέρες μας- απέδωσε. Όχι μόνο σε σχέση με τη θρακιώτικη αλλά και σε σχέση με την κεντρική πολιτική σκηνή. Στην εξέλιξη αυτή συνεισέφερε τα μάλα και μια ομάδα πανεπιστημιακών από την Αθήνα, στην οποία έχει ανατεθεί διαχρονικά, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κυβερνήσεων και διοικήσεων από το 1997 μέχρι σήμερα, η προώθηση του ζητήματος της εκπαίδευσης των μουσουλμανοπαίδων. Η παιδαγωγική φιλοσοφία που διέπει τους χειρισμούς αυτής της ομάδας είναι πολύ απλή και προέρχεται, κουτσουρεμένη όμως, από τον μακρινό Καναδά: Αν ενδυναμωθεί η τουρκική ταυτότητα (εννοείται ούτε η ρόμικη ούτε η πομακική) των μειονοτικών μαθητών, είτε στα μειονοτικά είτε στα κοινά σχολεία, θα βελτιωθούν οι επιδόσεις τους, θα κατακτηθεί η ελληνική και θα προωθηθεί η κοινωνική τους ένταξη. Πάνω στην ίδια φιλοσοφία στηρίχτηκαν και οι διαδοχικές θετικές εξαιρέσεις, ειδικά για τα μέλη της μειονότητας, είτε σε σχέση με την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση είτε αναφορικά με θετικές ποσοστώσεις σε δημόσιες υπηρεσίες και σε άλλους τομείς.

Είναι προφανές ότι το μοντέλο αυτό για την Ελλάδα συνιστά μια αποτυχία, εφόσον τα αυξημένα ποσοστά μελών της μειονότητας στα ΑΕΙ και τη δημόσια διοίκηση υπάρχουν κυρίως χάρη στα διοικητικά μέτρα και όχι, όπως θα έπρεπε, μέσα από τη βελτίωση της αφετηρίας των υποψηφίων και την αύξηση των ικανοτήτων τους, όταν συμμετέχουν σε ανταγωνιστικές διαδικασίες. Για τον τουρκικό εθνικισμό, αντίθετα, το μοντέλο στέφθηκε από επιτυχία. Χωρίς γλωσσική και πολιτισμική ένταξη, πολύ περισσότερο χωρίς ταύτιση με τη χώρα στην οποία ζουν, τα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας έχουν αποκτήσει προνόμια. Αν, όμως, διαδικασίες ενίσχυσης της τουρκικής ταυτότητας οδηγούν σε βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής θέσης του ατόμου, ποιος είναι ο λόγος να μάθει κανείς καλά την ελληνική και να αποκτήσει εκπαιδευτικά εφόδια για συμμετοχή σε αξιοκρατικές διαδικασίες;

Η δίγλωσση εκπαίδευση για τους μαθητές τουρκικής καταγωγής σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης δεν είναι ο κανόνας αλλά η εξαίρεση. Μαθητές τουρκικής καταγωγής σε χώρες όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, που για διάφορους λόγους δεν καταφέρουν να συντονιστούν με τις ενιαίες απαιτήσεις του σχολείου, δεν έχουν την ευχέρεια να προωθούνται πλαγίως με μέτρα θετικής διάκρισης. Ο Ερντογάν, ως ένας από τους χαρισματικότερους εκφραστές του τουρκικού εθνικισμού, καλλιεργεί στην τουρκική διασπορά την ελπίδα ότι αυτό που έχει επιτευχθεί στη Θράκη μπορεί να το πετύχει κανείς και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αρκεί να δημιουργηθεί μια υπολογίσιμη και σταθερή ομάδα πίεσης μέσα στο εκλογικό σώμα και να αξιοποιηθεί δεόντως το (δυτικό) ιδεολόγημα του πολυπολιτισμού, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να γίνονται σεβαστές οι αξίες του άλλου. Ελπίδα φρούδα ή βάσιμη; Προς το παρόν, ελπίδα που συγκινεί μέρος της τουρκικής διασποράς στην Ευρώπη.


Σχολιάστε εδώ