Προβληματικές οι σχέσεις Δύσης – Τουρκίας. Η Ελλάδα σε εγρήγορση

Στην ουσία, η θέση αυτή του κ. Ολάντ συνιστά αναγνώριση και υιοθέτηση των κατά καιρούς υπαινιγμών του Σόιμπλε, που επισημοποίησε εσχάτως η καγκελάριος κ. Μέρκελ, για Ευρώπη δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων. Βέβαια αυτό συμβαίνει ήδη με την Ευρωζώνη και τη ζώνη Σένγκεν, διαφέρει όμως όταν το άτυπο διευθυντήριο παρέχει την ευλογία του και ταυτόχρονα μεταφέρει ένα μήνυμα ότι η πραγματική ένωση και το όραμα των ιδρυτών της ΕΟΚ, που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε ΕΕ, εγκαταλείπεται στην πράξη. Απομένει να δούμε ποιες θα είναι οι αντιδράσεις και των άλλων χωρών-μελών κατά τη Σύνοδο της Ρώμης (25.3.2017) για την 60ή επέτειο της ομώνυμης ιδρυτικής συνθήκης (25.3.1957). Ποια θέση επιφυλάσσεται στην Ελλάδα αν γίνει αποδεκτή η διαφοροποίηση ή -το χειρότερο- αν θεσμοθετηθεί η δυνατότητα της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων; Αν εξαρτιόταν μόνο από τον γερμανό υπουργό των Οικονομικών, πιθανότατα θα ήμασταν ήδη εκτός Ευρωζώνης. Αλλά και η αποδυνάμωση της προοπτικής πλήρους ολοκλήρωσης θα αποτελούσε δυσμενή εξέλιξη για τη χώρα μας, η οποία αντιμετωπίζει σοβαρές εξωτερικές προκλήσεις και κινδύνους και υπολογίζει στην αλληλεγγύη και στήριξη από την ΕΕ. Αλλά και από ανατολάς η κατάσταση, πολιτική και κοινωνική, δεν είναι ευοίωνη. Εκτός ασφαλώς από τον χώρο της Μ. Ανατολής, μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η κατάσταση στην Τουρκία, που, δυνάμει, μπορεί να αποσταθεροποιηθεί ή να καταστεί σφόδρα αντιδυτική. Ο Πρόεδρος Ερντογάν ακολουθεί από καιρό μια εθνικοθρησκευτική πολιτική, που μπορεί να παγιωθεί αν το δημοψήφισμα του Ιουνίου αποβεί υπέρ της μετατροπής του πολιτεύματος σε Προεδρική Δημοκρατία, σουλτανικού τύπου. Πολλοί διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι τα κίνητρα του κ. Ερντογάν να προκαλέσει το δημοψήφισμα έχουν προσωπικό χαρακτήρα, όπως φιλοδοξία και συναφή. Άλλοι όμως εκτιμούν ότι πρόκειται για μια καλά μελετημένη κίνηση με βαθύτερες επιδιώξεις και στόχους. Πιστεύεται ότι η πραγματική του επιδίωξη είναι να μετατρέψει την Τουρκία σε θρησκευτικό – εθνικιστικό κράτος, ανατρέποντας την κεμαλική παράδοση της λαϊκής, δημοκρατικής και φιλοδυτικής Δημοκρατίας. Τούτο ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο τούρκος Πρόεδρος αποφεύγει επιμελώς να αναφέρει την προσωνυμία Ατατούρκ στον ιδρυτή της Νέας Τουρκίας, αποκαλώντας τον απλά Κεμάλ Μουσταφά. Προφανώς, στην επιδίωξή του να καταστεί νέος Σουλτάνος, χρησιμοποιεί ως μέσο την κατεδάφιση του Κεμαλισμού με αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Στη λογική αυτή δημιουργεί συνεχώς και σταθερά τεχνητή ένταση στο Αιγαίο, ενέργειες που κανείς εχέφρων και γνώστης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν θα απέδιδε μόνο σε εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων εσωτερικής πολιτικής ή σε αντιπερισπασμό για τις διπλωματικές ήττες που το καθεστώς Ερντογάν υφίσταται στη Συρία με την εδραίωση των κουρδικών κατακτήσεων σε Βόρειο Ιράκ και Νοτιοδυτική Συρία. Και η πολιτική της νέας αμερικανικής διοίκησης, αν και δεν έχει ακόμη αποσαφηνισθεί σε ό,τι αφορά το Συριακό, δεν πρέπει να ικανοποιεί τον κ. Ερντογάν, αφού δεν φαίνεται να αλλάζει από εκείνη κατά την περίοδο της Προεδρίας Ομπάμα και την υποστήριξη που παρείχε στους Κούρδους. Και επί ημερών Τραμπ η Άγκυρα αντιμετώπισε άρνηση να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις κατά του ISIS στις περιοχές Μοσούλης και Κιρκούκ. Κάποια ικανοποίηση δόθηκε με την προώθηση τουρκικών δυνάμεων σε περιοχές στη Νοτιοδυτικής Συρίας και αλλού, που διασπούν τη δυνατότητα απόκτησης συνέχειας των Κούρδων Ιράκ – Συρίας με εγγύτητα στα σύνορα με την Τουρκία. Το καθεστώς Ερντογάν, εκτός της έντασης που δημιουργεί σε Ελλάδα, Κύπρο και αλλού, τώρα στρέφεται και έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Αυστρία, η Ολλανδία και ιδιαίτερα η Γερμανία. Η ένταση με τη Γερμανία – έστω και φραστική μέχρι στιγμής- οφείλεται και στο γεγονός ότι το Βερολίνο δεν είναι διατεθειμένο να επιτρέψει ανοικτές συγκεντρώσεις τούρκων αξιωματούχων σε γερμανικές πόλεις εν όψει του δημοψηφίσματος του Απριλίου (16.4.2017). Η αντίδραση του τούρκου ΥΠΕΞ, ο οποίος τόνισε ότι κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει την επικοινωνία με το τουρκικό στοιχείο στη Γερμανία, δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία. Η Γερμανία και η Ευρώπη γενικότερα τώρα πληρώνουν το ακριβό τίμημα της ευμενούς μεταχείρισης της Άγκυρας, που εκτός από γεωπολιτικούς λόγους οφειλόταν και σε οικονομικά συμφέροντα. Η Γερμανία διέκειτο, ανέκαθεν, ευμενώς έναντι της Τουρκίας. Οι αγαστές γερμανοτουρκικές σχέσεις έχουν μακρά παράδοση και χρονολογούνται ήδη από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε κρίσιμες μάλιστα ιστορικές στιγμές και σε βάρος της Ελλάδος. Με την άνθηση της γερμανικής βιομηχανικής ανάπτυξης, που συμπίπτει με τα τέλη της δεκαετίας του ʽ50 και εντεύθεν, σηματοδοτείται και η μαζική μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων τούρκων εργαζομένων στην τότε Δυτική Γερμανία. Όταν αργότερα το Βερολίνο άλλαξε συμπεριφορά έναντι των φιλοξενούμενων εργατών (γκασταρμπάιτερ), υιοθετώντας την πολιτική της ενσωμάτωσης και της απόδοσης της γερμανικής υπηκοότητας, οι περισσότεροι που το επεδίωξαν ήσαν οι προερχόμενοι από την Τουρκία. Όμως είναι εκείνοι οι οποίοι για θρησκευτικούς και πολιτιστικούς λόγους παρουσιάζουν μεγάλες αντιστάσεις πραγματικής ενσωμάτωσης. Σε αυτόν τον πληθυσμό στηρίζονται ο τούρκος Πρόεδρος, ο υπουργός των Εξωτερικών και άλλοι τούρκοι αξιωματούχοι, που θεωρούν ότι κανείς δεν μπορεί να τους εμποδίσει να επικοινωνούν μαζί τους. Δεν αποκλείεται να συγκατανεύσει τελικά το Βερολίνο. Όμως ενισχύονται όλο και περισσότερο οι εντυπώσεις ότι ο τούρκος Πρόεδρος γίνεται όλο και πιο απρόβλεπτος και η Τουρκία ένας άβολος εταίρος, που μπορεί να καταστεί ακόμη πιο προβληματικός για τη Δύση, αν μετά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και τη διαφαινόμενη νίκη του Ερντογάν πάρει θρησκευτικό – εθνικιστικό χαρακτήρα. Σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το γεγονός και μόνο της αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης δείχνει ότι η πορεία τους, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, δεν αναμένεται να αλλάξει. Η δυσοίωνη αυτή προοπτική επιβάλλει να τελούμε σε συνεχή εγρήγορση, πολιτικά και αμυντικά. Συγχρόνως, η αναγκαιότητα αυτή είναι αναγκαίο να συνειδητοποιηθεί από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα της χώρας και να περάσει και στον ελληνικό λαό, που επί δεκαετίες είχε πλανηθεί ότι η ευμάρεια όπως και η ειρήνη με τη γείτονα χώρα είχαν πλησιάσει την πλήρη πραγμάτωση. Μέγιστος είναι και ο ρόλος του θεσμού της Προεδρίας της Δημοκρατίας, που σήμερα αποδεδειγμένα ασκείται από συνετό, δραστήριο και φιλόπατρι Πρόεδρο.


Σχολιάστε εδώ