«Μια βαθιά βουτιά στο παρελθόν…»
Εάν κάποιος εφέρετο απρεπώς σε… κάποιον, εκείνος που υπέστη την προσβολή του πετούσε το γάντι στα πόδια, όπερ σήμαινε σημειολογικά πως τον καλούσε να μονομαχήσουν με ξίφη ή με πιστόλι, για να αποκατασταθεί η τιμή του. Τότε καθιερώθηκε το αγορανομικό αξίωμα: «Η τιμή, τιμή δεν έχει», που οι πολίτες την είχαν γραμμένη στο κούτελο, σαν graffiti αναρχικών σε τοίχο των Εξαρχείων. Βρισκόμαστε στην Αθήνα του χίλια οκτακόσια τόσα και η πρωτεύουσα πλέον του ελληνικού κράτους έπαιρνε τα πάνω της. Διαπρεπείς αρχιτέκτονες οικοδομούσαν αρχοντικά για παραλήδες. Οι ευεργέτες διέθεταν μεγάλα ποσά για την ανέγερση μεγαλοπρεπών μεγάρων και οι πολίτες, που εκπολιτίζονταν, άρχισαν να φορούν φράγκικα, κινδυνεύοντας να χαρακτηρισθούν «αδελφές». Καταβρέχανε ενίοτε τους δρόμους για να κατακάτσει η σκόνη. Πετροβολούσανε τα σκυλιά και ζωγράφιζαν σταυρούς στους μαντρότοιχους, ώστε να μην ουρεί ο καθένας όπου γουστάρει και, τέλος, αναβαθμίστηκαν ποιοτικά οι βωμολοχίες που ξεστόμιζαν δέρνοντας τις γυναίκες τους. Παρά ταύτα παρέμεναν εύθικτοι. Παρεξηγούνταν με το παραμικρό και τραβούσαν μαχαίρι ή κουμπούρι και καθάριζαν. Συν τω χρόνω, βέβαια, η κοινωνία περιόρισε την αυτοδικία και αναζητώντας ιδιωτικοποιημένη δικαιοσύνη κατέληξαν στη μονομαχία, η οποία, συν τοις άλλοις, είχε και αρχοντιά. Όπως αφηγούται οι ξένοι περιηγητές, που είχαν το βίτσιο να επισκέπτονται το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, οι φουστανελοφόροι προεστοί και λοιποί δημοκρατικοί πολίτες άρχισαν να επιλύουν τις διαφορές τους με μονομαχία, σαν τους Γερμανούς Γιούγκερς, τους γάλλους κόμητες, και τους εγγλέζους «Ιππότες της Περικνημίδας, αυτοαναβαθμιζόμενοι σε nobles. Η μονομαχία είχε αυστηρούς κανόνες, που τηρούνταν με ευλάβεια, και προκαλούσε ανωτερότητα ψυχής. Δεν πενθούσαν, π.χ., ούτε μοιρολογούσαν τον χαμένο της μονομαχίας, που διέσωσε την τιμή του αλλά έχασε το κεφάλι του. Απλώς το σόι του δεν είχε μούτρα να εμφανιστεί στην κοινωνία. Παραθέτουμε απλό παράδειγμα:
Έστω ότι υπάρχουν δύο πολίτες άγνωστοι μεταξύ τους, ο Άλφα και ο Βήτα, αμφότεροι γόνοι από «τζάκι».
Το πρωί συχνάζουν στο καφενείον «Η ωραία Ελλάς» και το βράδυ στο καφέ-σαντάν «Μιμόζα», όπου η εκ Προβηγκίας καλλιτέχνης Marie la belle, ευγενική ψυχή με αξιόλογα μπούτια, παρουσιάζει χορευτικές παραλλαγές από τη «Λίμνη των Κύκνων». Ο Άλφα και ο Βήτα συνέπεσε να ευρεθούν ταυτόχρονα στο καμαρίνι της προκειμένου να την προσκαλέσουν για να της επιδείξουν τη συλλογή του με πεταλούδες ο Άλφα και τα γραμματόσημά του ο Βήτα. Η Marie όμως είχε υποσχεθεί στον Σταύρο τον νερουλά να φάει μαζί του και ως σοβαρό και τίμιο κορίτσι, μη θέλοντας να τον «πουλήσει», αρνήθηκε, διότι ο Σταύρος και νταβραντισμένος ήταν και ανοιχτοχέρης. Τόσο ο Άλφα όσο και ο Βήτα προσπάθησαν να τη μεταπείσουν. Ατυχώς, εν τη ρύμη του λόγου του, ο Βήτα, χρησιμοποιώντας και τα δάχτυλά του για να γίνει σαφέστερος, έθιξε τη συλλογή πεταλούδων του Άλφα. Εκείνος εξεμάνη. Η προσβολή ήταν θανάσιμη. Πέταξε το γάντι του λέγοντας οργισμένος «Θα το καθαρίσω με αίμα…». Εάν ο Βήτα ήταν χιουμορίστας θα απαντούσε: «Γιατί δεν το στέλνεις καθαριστήριο;». Επειδή όμως ήταν μπουμπούνας, σήκωσε το γάντι λέγοντας πως αύριο θα στείλει τους μάρτυρές του.
Οι μάρτυρες, εξέχοντα μέλη της κοινωνίας, δεν ήσαν σαν τους μάρτυρες που ξέρουμε, που κάθονταν στο καφενείο του Σιγάλα στη στοά Αρσακείου, όπου περίμεναν τον πελάτη να έρθει και να τους δασκαλέψει τι θα καταθέσουν ως αυτόπτες μάρτυρες στην αυριανή δικάσιμο. Έτσι, την επομένη, συναντήθηκαν οι μάρτυρες και κανόνισαν τα προβλεπόμενα στους «κανόνες Ταβερνιέ», ήγουν τον τόπο, την ώρα και τα όπλα που επιλέγει ο προσβεβλημένος. Έτσι, την καθορισθείσα ημέρα και ώρα, κατέφθασαν στον επιλεγέντα ερημικό χώρο με ιππήλατες άμαξες οι μονομάχοι και οι μάρτυρες, που αφού ανταλλάξανε χειραψίες, ελέγξανε τα όπλα, τα οποία ευρέθησαν «τσίλικα». Κατόπιν δόθηκε το «ok» και ξεκίνησαν οι μονομάχοι, που περίμεναν κολλημένοι πλάτη με πλάτη το σύνθημα να απομακρυνθούν 25 βήματα μεταξύ τους, ως ορίζει ο κανονισμός…
…Το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο του Βήτα τελέσθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση!