Η de jure νομιμοποίηση της de facto (υπαρκτής)
Η υπερπολιτικοποίηση δεν σημαίνει βέβαιες προοπτικές ή ότι σταθεροποιήθηκε η Ευρώπη, ούτε, το κυριότερο, η άνοδος του ΑΕΠ στην ΕΕ πρόκειται να γίνει αισθητή στην κοινωνία. Η ανεργία παραμένει υψηλή και οι επενδύσεις χαμηλά. Η ρητορική έχει δύο μέρη: Το πρώτο αισιόδοξο και το δεύτερο -πιο έντεχνο και δυσνόητο- προειδοποιητικό και επιφυλακτικό αλλά ολάνοιχτο για τα δυσμενή που έρχονται εξαιτίας κινδύνων από τη συνολική εικόνα και τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, το Brexit, τις αγορές και αναδυόμενες οικονομίες, το χρέος της Κίνας. Έτσι, ο Β. Ντομπρόβσκις (αρμόδιος αντιπρόεδρος για το ευρώ) δηλώνει από την μια ότι «η οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης συνεχίζεται…», ενώ από την άλλη λέει ότι «σε αυτούς τους αβέβαιους καιρούς είναι σημαντικό οι ευρωπαϊκές οικονομίες… να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες». Το ίδιο και Μοσκοβισί, με πιο ενισχυμένο υποσχετικό χρώμα: «Η ανάπτυξη συνεχίζεται, ενώ η ανεργία και τα ελλείμματα ακολουθούν πτωτική πορεία. Ωστόσο, με την αβεβαιότητα σε τόσο υψηλά επίπεδα, είναι σημαντικότερ
ο από ποτέ να χρησιμοποιήσουμε όλα τα εργαλεία πολιτικής για να στηρίξουμε την ανάπτυξη».
Η έλλειψη δυναμικής επέκτασης της οικονομίας καθιστά -δεν λέγεται προεκλογικά- δύσκολη υπόθεση την εγκατάλειψη του δόγματος «λιτότητα και ανάπτυξη».
Ταυτόχρονα, οι ισχυρές χώρες της ΕΕ, (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) άνοιξαν παράθυρο για Ευρώπη πολλών ταχυτήτων ή έβαλαν στις αναμετρήσεις το συντηρητικό υπερόπλο. Αυτό όμως αποτελεί ομολογία αποτυχίας στην αντιμετώπιση της κρίσης, αφού οι ταχύτητες που δημιούργησε συζητείται τώρα να γίνουν συνθήκη και να εγκαταλειφθεί οποιαδήποτε προσπάθεια επανασύνδεσης με το όραμα πολιτισμού, σύγκλισης και προόδου.
Οι θετικές εκτιμήσεις -που στηρίζονται εν πολλοίς στις εξαγγελίες- προϋποθέτουν να παραμείνουν αμετάβλητα τα πολιτικά δεδομένα, ωστόσο μόνο ο επίσημος νεοσκεπτικισμός μπορεί να τα αλλάξει. Με σχετική αξιοπιστία -παρά τις παρεμβάσεις αντιρρόπησης από τον Γιούνκερ- και με πλήθος μεταβλητών όπως και στην περίπτωσή μας -την ώρα αμφισβήτησης του ΔΝΤ, επειδή τα στοιχεία είναι «καλά», έρχεται η ΕΛΣΤΑΤ και κάνει την «άτεχνη» διαπραγμάτευση πιο πολύπλοκη τεχνικά και πολιτικά, ειδικά στην εφαρμογή της συμφωνίας, αφού η μετροκρατία επεκτείνεται έως το 2024- δεν γυρίζει η ευρωπαϊκή οικονομία από την ασταθή σε σταθερή ανάπτυξη ή η εθνική από κάτω προς τα πάνω.
Διανύουμε περίοδο που τα πολιτικά ελλείμματα και πλεονάσματα επιχειρείται να αποκαταστήσουν τα οικονομικά.
Στην Ευρώπη ανησυχούν για την εξασφάλιση σκηνικού με απομόνωση των άκρων (πρότυπο η Γερμανία) στον καθορισμό κυβερνητικών σχημάτων.
Εδώ όμως;
Μπορεί να ζούμε μύθους, αλλά κυβέρνηση και ΝΔ μένουν χωρίς αφήγημα διπολισμού, παρά τον ιδρώτα των τελευταίων μηνών.
Μπορούν να αναδειχτούν νέες λύσεις τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο -στην πορεία προς τις ευρωεκλογές του 2018- όσο και σε εθνικό, πιο άμεσα, αρκεί να υπάρξει λόγος, χώρος, ενέργεια και ευθύνη των πολιτών και πρωτοβουλίες από την κοινωνία. Γιατί, παρά την προσδοκία ακριβού δανείου από την Παγκόσμια Τράπεζα (που χρηματοδοτεί αναπτυξιακά σχέδια σε υπανάπτυκτες χώρες) με την περίεργη υποστήριξη της ΕΕ, η πιθανότητα να βγούμε στις αγορές τον επόμενο χρόνο με χαμηλά επιτόκια είναι εξαιρετικά μικρή. Μήπως αντί για νέο -μόνο- πρόγραμμα (4ο Μνημόνιο), το νέο ευφάνταστο πείραμα είναι να ανοίξουμε εμείς την de jure εφαρμογή της άλλης Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων;
* Μάστερ στις Δημόσιες Πολιτικές, Συντονιστής του Ομίλου Πολιτικού και Κοινωνικού Προβληματισμού «Ακτίδα», πρ. Πρόεδρος ΑΔΕΔΥ