Η Ελλάδα μετά τη συνάντηση των τεσσάρων στις Βερσαλλίες

Οι ηγέτες των τριών, τουλάχιστον, χωρών (Μέρκελ, Ολάντ, Τζεντιλόνι) είναι υπό εκλογική προθεσμία. Η σπουδή τους να συναντηθούν και να προδιαγράψουν προοπτικές μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων δείχνει το άγχος και την ανησυχία που τους διακατέχει για το πού πάει η Ευρώπη και πώς μπορεί να ανακοπεί η εθνική δυναμική, που αναβιώνει στην Ευρώπη και απορρίπτει τις πολιτικές μιας δήθεν Ευρωπαϊκής Ενώσεως που έχει ταυτισθεί με τον άκρατο νεοφιλελευθερισμό και την παγκοσμιοποίηση.

Η ιδέα μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων, που θα λειτουργεί με τη μορφή ομόκεντρων κύκλων και θα αντιπροσωπεύει διαφορετικά επίπεδα Ευρωπαϊκής Ενώσεως και συγχωνεύσεως, είναι παλαιά. Μια μορφή της ιδέας αυτής έχει περιληφθεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας, με την πρόνοια της λεγόμενης ενισχυμένης συνεργασίας, που προϋποθέτει ως ελάχιστο αριθμό οκτώ χώρες και είναι θεωρητικά ανοικτή σε κάθε ενδιαφερόμενη χώρα, που καλύπτει τα αναγκαία κριτήρια. Η ιδέα αυτή δεν προχώρησε γιατί ακριβώς προκαλεί αντιδράσεις για τις επιπτώσεις που θα έχει στην ισότιμη συμμετοχή και στην ενότητα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Κάθε χώρα-μέλος αντιδρά ενστικτωδώς στην κατάταξή της σε δεύτερη ή τρίτη κατηγορία, όσο και αν της εξηγηθεί ότι αυτό είναι προς το συμφέρον της και προς το συμφέρον όλων και ότι είναι ανοικτή η προοπτική για τη μετάταξή της στην ανώτερη κατηγορία μόλις κατακτήσει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γιʼ αυτό.

Το γεγονός ότι επανέρχεται σήμερα δυναμικά η ιδέα αυτή δείχνει σε ποιο σημείο κρίσεως έχει φτάσει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη ως αποτέλεσμα της ολοένα μεγαλύτερης απορρίψεως των πολιτικών της από τους Ευρωπαϊκούς λαούς, της αναπτύξεως εθνικών και εθνικιστικών κινημάτων που αμφισβητούν έντονα τα ιδεολογήματα της Νέας Τάξεως και της παγκοσμιοποίησης που προωθεί η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και της ανόδου μιας νέας Γερμανικής ηγεμονίας, υπό Ευρωπαϊκό μανδύα. Η αμφισβήτηση της τελευταίας έχει προσλάβει νέες διαστάσεις μετά την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας και την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ.

Η κίνηση των τεσσάρων έχει το νόημα προετοιμασίας θέσεων για αναδίπλωση και για ένα νέο ξεκίνημα, εφόσον διαπιστώνεται ότι η συνέχιση της σημερινής καταστάσεως και η χάραξη, πάνω στη σημερινή βάση, μιας νέας ελπιδοφόρας πορείας, αποδεικνύεται άκρως προβληματική και αβέβαιη. Οι τέσσερις συμφώνησαν η 25η Μαρτίου, που συμπίπτει με την 60ή επέτειο από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, να είναι η συμβολική αφετηρία για την εξαγγελία της Νέας Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων.

Είναι συχνό φαινόμενο στην ιστορία να συγκαλύπτεται μια μεγάλη αποτυχία με την εξαγγελία μιας νέας πορείας και μιας νέας προοπτικής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δικαιολογείται ο πιο βαθύς σκεπτικισμός, γιατί η πρωτοβουλία των τεσσάρων μοιάζει περισσότερο με φυγή προς τα εμπρός, προς την ίδια προβληματική κατεύθυνση, που είναι η πηγή της μεγάλης κρίσεως που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη.

Ποια είναι η διάγνωση για τη βαθιά κρίση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση; Ένας λόγος είναι, προφανώς, η πρόωρη μεγάλη διεύρυνση, η οποία κατέστησε δύσκολη και προβληματική την εμβάθυνση, την εσωτερική συνοχή, τη σύγκλιση των επιπέδων ζωής και τη μεγαλύτερη πολιτική ενοποίηση. Η μεγάλη διεύρυνση έγινε για γεωπολιτικούς λόγους, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως. Ένας άλλος λόγος είναι η πρωθύστερη εισαγωγή ενιαίου νομίσματος, χωρίς να υπάρχει η αναγκαία πολιτική βάση και ενοποίηση, που θα επέτρεπε την αντιμετώπιση των διαφορετικών επιπέδων ζωής και της κοινής αναπτύξεως.

Ο τρίτος κυριότερος όμως λόγος είναι η ταύτιση της Ευρώπης και του σχεδίου για Ευρωπαϊκή ενοποίηση με την παγκοσμιοποίηση. Η ταύτιση αυτή άρχισε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και αποκορυφώθηκε στη δεκαετία του ʼ90, σε συνδυασμό με τις πολιτικές Κλίντον στις ΗΠΑ. Ο τελευταίος αποδείχθηκε ο μεγαλύτερος υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης. Αυτό σήμαινε για την Ευρώπη πλήρη ένταξη στη γεωπολιτική των ΗΠΑ, που εμπνεόταν από τον ανταγωνισμό με τη Ρωσία και από τον στόχο της προαγωγής της παγκοσμιοποίησης, ως ηγεμονικής Αμερικανικής στρατηγικής. Η πολιτική αυτή κατέληξε στην Ευρώπη σε αναβίωση ψυχροπολεμικού τύπου εντάσεων με τη Ρωσία του Πούτιν.

Στο εσωτερικό επίπεδο, κατέληξε στην υπονόμευση των εθνικών Ευρωπαϊκών κοινωνιών και αγορών και στην προβολή του ιδεολογήματος ότι το έθνος, το εθνικό κράτος και η εθνική ταυτότητα είναι εμπόδια στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση και ότι πρέπει να υποκατασταθούν από υπερεθνικές και «πολυπολιτισμικές» αντιλήψεις και πολιτικές και από την ιδέα ότι υποκείμενο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι ένας ανύπαρκτος «Ευρωπαϊκός λαός» και όχι τα υπάρχοντα εθνικά κράτη και οι εθνικοί λαοί της Ευρώπης.

Οι Ευρωπαϊκοί λαοί διαπίστωσαν με καθυστέρηση τη μετάλλαξη αυτή του Ευρωπαϊκού σχεδίου, μετά την ταύτισή του με την παγκοσμιοποίηση, και είδαν σʼ αυτήν μια απόπειρα υφαρπαγής και καταλύσεως της εθνικής τους κυριαρχίας και ιδιοπροσωπίας, υπό το πρόσχημα της Ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποιήσεως. Αυτό έγινε πιο ορατό μετά την προώθηση της πολιτικής των ανοικτών συνόρων, που έφερε τους Ευρωπαϊκούς λαούς αντιμέτωπους μʼ ένα πρωτοφανές κύμα λαθρομεταναστεύσεως, υπό το πρόσχημα του πολιτικού ασύλου, αλλά και με μια απειλητική απέλαση του Ισλάμ στην Ευρώπη. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι άσχετη με την παγκοσμιοποίηση, εφόσον η τελευταία θεωρεί ως απαραίτητη τη σταδιακή δημογραφική μετάλλαξη ως προϋπόθεση για την προαγωγή και την τελική επιβολή των υπερεθνικών και πολυπολιτισμικών πολιτικών της.

Στο ίδιο εσωτερικό επίπεδο, ο συνδυασμός του ευρώ με την παγκοσμιοποίηση και η αποτελμάτωση κάθε ιδέας για πραγματική πολιτική ενοποίηση έδωσε το πλεονέκτημα της αγοράς στους ισχυρότερους παίκτες, κατά πρώτο λόγο στη Γερμανία, που κατέκτησε ηγεμονική θέση στην Ευρώπη. Η εξέλιξη αυτή μεγάλωσε τις ανισότητες και τις αντιθέσεις στην Ευρώπη και κατέστησε ακόμα πιο δύσκολη τη θέση των πιο αδύναμων και λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών-μελών. Οι τελευταίες καλούνταν τώρα, υπό συνθήκες ανοικτών συνόρων και παγκοσμιοποίησης, να είναι ανταγωνιστικές και προς τις τρίτες χώρες χαμηλού κόστους.

Αυτό είναι το πρότυπο που εφαρμόζεται με τα Μνημόνια σε βάρος της Ελλάδος, με κύριο άξονα την εσωτερική υποτίμηση, που θα καταστήσει, υποτίθεται, ανταγωνιστική την Ελλάδα προς τις τρίτες χώρες χαμηλού κόστους, που την κατακλύζουν ήδη με τα φθηνά προϊόντα τους. Αντιλαμβάνεται κανείς μέχρι ποιου σημείου πρέπει να φτάσει η φτωχοποίηση της Ελλάδας για να γίνει «ανταγωνιστική» προς τις τρίτες χώρες χαμηλού κόστους και τι σημαίνει για τον Ελληνικό λαό το Σισύφειο αυτό έργο.

Είναι φανερό ότι ο δρόμος αυτός για την Ελλάδα είναι αδιέξοδος και καταστροφικός. Η Ελλάδα πρέπει, στο νέο διεθνές και Ευρωπαϊκό περιβάλλον που διαμορφώνεται, να ανακτήσει τη δυνατότητα εθνικών πολιτικών και εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού για την ανασυγκρότηση της χώρας και την εφαρμογή εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.

Πρώτο βήμα γιʼ αυτό είναι η, εύσχημη, απαγκίστρωση από την Ευρωζώνη, η οποία απεδείχθη ολέθρια για τη χώρα, παρά την αντίθετη βαρύγδουπη προπαγάνδα. Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν η Ευρωζώνη βασιζόταν σε μια πραγματική πολιτική ένωση που προήγαγε την κοινή ανάπτυξη, το κοινό επίπεδο ζωής και την αλληλεγγύη. Σε διαφορετική περίπτωση, η Ελλάδα πρέπει να έχει τον έλεγχο της δικής της πορείας και του πεπρωμένου της.


Σχολιάστε εδώ