Για τη νέα Εθνική Βιβλιοθήκη

Παραμένει όμως ένα τρίτο στοιχείο προκειμένου να έχουμε μια λειτουργική Βιβλιοθήκη. Πρέπει οι υπάλληλοι που υπηρετούν να περάσουν από ένα πρόγραμμα για να αποβάλουν το σύνδρομο του «αμπελοχώραφου», που έχουν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι στην Ελλάδα, δηλαδή να νομίζουν ότι η υπηρεσία στην οποία εργάζονται τους ανήκει και τη διαχειρίζονται κατά το δοκούν.

Και εξηγούμαι: Στη μακρά επιστημονική μου διαδρομή είχα τρεις φορές δοκιμάσει να επωφεληθώ από την Εθνική Βιβλιοθήκη. Η πρώτη ήταν το 1946. Στις αρχές του χρόνου είχα έρθει από την Κύπρο για να σπουδάσω φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επειδή το Πανεπιστήμιο δεν λειτουργούσε, ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Άμαντος, που θα ήταν ο κηδεμόνας μου όσο διαρκούσε η φοίτησή μου, με πήγε στα υπόγεια της Ακαδημίας και στο γραφείο του Ιστορικού Λεξικού και μου είπε να συχνάζω εκεί και να μελετώ. Μια άλλη μέρα ο Άμαντος με πήγε και στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου με συνέστησε στον διευθυντή του αναγνωστηρίου Ε. Φωτιάδη για να πηγαίνω εκεί να διαβάζω. Όταν την επόμενη μέρα πήγα μόνος μου, ο υπάλληλος με έδιωξε με τη δικαιολογία ότι ήμουν φοιτητής. Όταν το ανέφερα στον Άμαντο, μου είπε ότι ήθελαν να τους δώσω μερικά χρήματα.

Αλλά η μεγαλύτερη απογοήτευση ήταν το 1953-54, όταν ήρθα στην Αθήνα για να λάβω μέρος στον διαγωνισμό του ΙΚΥ για μια υποτροφία στο εξωτερικό. Έγραφα τότε ένα άρθρο και χρειάστηκε να δω έναν τόμο του περιοδικού «Κυπριακά Γράμματα» για να κάνω μια παραπομπή. Πήγα στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να ζητήσω το περιοδικό που ο ίδιος είχα δωρίσει το 1950.

Ο υπάλληλος στην αρχή με έδιωχνε με τη δικαιολογία ότι είμαι φοιτητής, όταν όμως του είπα ότι ήμουν πτυχιούχος φιλόλογος από το 1950, απεσύρθη προς στιγμή και επέστρεψε αμέσως λέγοντάς μου ότι δεν υπάρχει τέτοιο περιοδικό στη Βιβλιοθήκη. Όταν του ανέφερα ότι εγώ ο ίδιος το 1950 έδωσα στη Βιβλιοθήκη πλήρη σειρά του περιοδικού, αυτός μου είπε: «Και τι το θέλεις;». Του είπα ότι είχα γράψει ένα άρθρο και ήθελα να κάνω μια παραπομπή. Τότε με επιθετικό ύφος μου λέει: «Και τι σου φταίω εγώ, κύριε, αν εσύ θέλεις να κάνεις παραπομπή;».

Η τρίτη φορά ήταν γύρω στο 2001, την εποχή που εκπροσωπούσα την Ακαδημία Αθηνών στη Διεθνή Ένωση Ακαδημιών στο Βέλγιο και η Ακαδημία, εκτός από μια σειρά βυζαντινών φιλοσόφων, ελάμβανε μέρος στα προγράμματα της Διεθνούς Ακαδημίας με δύο μόνο σειρές εκδόσεων, το Corpus Vasorum Antiquorum και την Tabula Urbis Romanae. Θέλοντας τότε να εμπλουτίσω τη συμμετοχή της Ακαδημίας Αθηνών, πρότεινα άλλα τέσσερα προγράμματα. Ένα από αυτά ήταν το παλαιογραφικό πρόγραμμα, το οποίο αναφερόταν στην περιγραφή των χειρογράφων μέχρι το 1500 της πόλης των Αθηνών. Ήταν ένα καλό πρόγραμμα, σύμφωνα με τη γνώμη της τριμελούς διεθνούς επιτροπής, όπως μου είπαν όταν ήρθαν από το Παρίσι να με συναντήσουν στο Βέλγιο.

Τα χειρόγραφα του προγράμματος κατά 95% και πλέον υπήρχαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Έγραψα τότε ένα γράμμα στο τμήμα χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου ανέφερα το πρόγραμμα και ζητούσα την άδεια να επιτραπεί σε δύο ερευνητές να τα μελετήσουν και να καταρτίσουν κατάλογο. Με έκπληξή μου πληροφορήθηκα γραπτώς από την επόπτρια των χειρογράφων ότι ακριβώς το ίδιο πρόγραμμα το εκτελούσε ήδη η Βιβλιοθήκη. Πήγα στη Βιβλιοθήκη για να συζητήσουμε το θέμα, διότι είχα αντιληφθεί ότι τέτοιο πρόγραμμα δεν είχαν και ότι ήταν απλώς πρόσχημα για να μην αφήσουν να γίνει το πρόγραμμα. Τόσο ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης όσο και η κυρία με αντιμετώπισαν αλαζονικά ως εάν επήγα εκεί για να πάρω κάτι από την περιουσία τους. Μάλιστα, σε κάποια στιγμή ο τότε διευθυντής, όταν του είπα ότι η Ακαδημία είναι αυτή η οποία έχει το πρόγραμμα, μου απάντησε: «Και τι είναι η Ακαδημία; Ένα νεκρό σώμα».

Αργότερα απευθύνθηκα στο εποπτεύον συμβούλιο της Βιβλιοθήκης και έπειτα από αρκετό χρόνο εδόθη η άδεια να μελετηθούν τα χειρόγραφα, υπό τον όρο ότι η έκδοση που θα γινόταν θα ήταν κοινό πρόγραμμα της Ακαδημίας και της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Η έκδοση αυτή τελικά δεν έχει γίνει και τους λόγους θα τους διηγηθώ στις «Αναμνήσεις ενός ακαδημαϊκού» που ετοιμάζω.

Ανέφερα παραπάνω τις τρεις περιπτώσεις των επισκέψεών μου στη Βιβλιοθήκη για να δείξω ότι όσο καλό κτίριο κι αν έχουμε, όσο καλή τακτοποίηση των βιβλίων κι αν υπάρχει, εάν το υπαλληλικό προσωπικό που έρχεται σε επαφή με το αναγνωστικό κοινό δεν συνειδητοποιήσει ότι καθήκον του είναι να διευκολύνει πρόθυμα τους αναγνώστες, πραγματική Βιβλιοθήκη δεν πρόκειται να έχουμε.


Σχολιάστε εδώ