Ή υπογράφεις τώρα ή…

Τα τελεσίγραφα με αποδέκτη τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα δεν είναι ως συνήθως εκβιαστικά, έχουν προσλάβει πλέον απειλητικό χαρακτήρα. «Ή υπογράφεις ή…», προειδοποιούν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι σε διαφορετική περίπτωση η χώρα μας θα μπει σε μεγάλες περιπέτειες. Κι αυτές όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο (έξοδο από το ευρώ, χρεοκοπία κ.ά.), αλλά και στο πεδίο των εθνικών θεμάτων, σε μια ενδεχόμενη κρίση με την Τουρκία με τη μορφή ενός «θερμού» επεισοδίου στο Αιγαίο. Κυβερνητικοί παράγοντες που μετέχουν στις διαπραγματεύσεις κάνουν λόγο για πρωτόγνωρες καταστάσεις και εξωφρενικές συμπεριφορές από τους εκπροσώπους των δανειστών.

Καθώς τα πράγματα τείνουν να οδηγηθούν σε οριακές για τη χώρα μας καταστάσεις, οφείλει ο πρωθυπουργός, πριν να είναι πολύ αργά, να αναλάβει την πρωτοβουλία και να πει όλη την αλήθεια στον ελληνικό λαό για όσα συζητούνται πίσω από τις κλειστές πόρτες, αλλά κυρίως τι ακριβώς ζητούν (εκβιάζουν για την ακρίβεια…) οι δανειστές και τι ακριβώς αντιπροτείνει η κυβέρνηση. Με κάθε λεπτομέρεια και για όλα τα φλέγοντα ζητήματα.

Η άτεγκτη στάση που τηρεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο -ακολουθούν και οι Ευρωπαίοι- σε θέματα αιχμής, όπως τα εργασιακά, το Ασφαλιστικό και το αφορολόγητο, είχε ως αποτέλεσμα να μη βρεθεί η χρυσή τομή στις διαπραγματεύσεις, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει αν και πότε αυτό θα καταστεί εφικτό. Με συνέπεια το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης να παίρνει και νέα παράταση, γεγονός που εντείνει την ανασφάλεια και την αβεβαιότητα και βυθίζει την ελληνική οικονομία ακόμη βαθύτερα στο τέλμα.

Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο πρωθυπουργός είχε εκφράσει την αισιοδοξία του ότι μέχρι τις 20 Μαρτίου θα έχει επιτευχθεί συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο και στη συνέχεια θα αρθούν όλα τα επιμέρους εμπόδια. Προχθές, στις Βρυξέλλες, έκανε λόγο για συνολική συμφωνία εντός του επόμενου μήνα, στην οποία θα περιληφθούν και τα μακροπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, πλην όμως οι ενδείξεις κάθε άλλο παρά συνηγορούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής ο κ. Τσίπρας επιχείρησε να υπερκεράσει τα εμπόδια που εγείρει το ΔΝΤ στα εργασιακά μέσα από μια διαπραγμάτευση με πολιτικούς όρους, καθώς, όπως υπογραμμίζει, το θέμα αυτό δεν μπορεί να λυθεί σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Η προσπάθειά του προσέκρουσε στην άρνηση των ευρωπαίων εταίρων και κυρίως των Γερμανών. Η μεν Άνγκ. Μέρκελ διεμήνυσε ότι έχει αποδεσμευτεί από το ελληνικό πρόγραμμα, ο δε Β. Σόιμπλε ότι δεν έχει την πρόθεση να μεταμορφωθεί σε «μητέρα Τερέζα», να ασκήσει δηλαδή φιλανθρωπική πολιτική έναντι της Ελλάδας.

Στις δηλώσεις του ο κ. Τσίπρας παραδέχθηκε ότι υπάρχει καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις, αλλά, όπως σημείωσε, «είναι γνωστό πού οφείλεται». Στα εργασιακά το ΔΝΤ δεν κάνει με τίποτα πίσω από τις σκληρές αρχικές του θέσεις. Απαιτεί αύξηση του ορίου ομαδικών απολύσεων από το 5% που είναι σήμερα στο 10%, επαναφορά του δικαιώματος ανταπεργίας του εργοδότη (lockout), ξήλωμα του υφιστάμενου συνδικαλιστικού νόμου και μη επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών στην οικονομία. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση θέλει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων ως γλυκαντικό για να δεχτεί εκπτώσεις στα υπόλοιπα αιτήματα του Ταμείου.

Ωστόσο ανοικτό παραμένει το θέμα των συντάξεων και του αφορολόγητου.

Το ΔΝΤ στο μέτωπο των δημοσιονομικών ζητά να θεσπιστούν μέτρα 2% του ΑΕΠ ή 3,6 δισ. ευρώ για την περίοδο από το 2019 και μετά και συγκεκριμένα 1,8 δισ. ευρώ από τη μείωση του αφορολόγητου ορίου και άλλο 1,8 δισ. ευρώ από τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Το ΔΝΤ θέλει η μείωση στις συντάξεις να γίνει μέσω κατάργησης της προσωπικής διαφοράς, και μάλιστα εφάπαξ, (έστω ως και το 2020), ενώ η ελληνική πλευρά θέλει οι μειώσεις να γίνουν σταδιακά μέσα σε ορίζοντα πενταετίας.

Τριβές και διαφωνίες υπάρχουν μεταξύ κυβέρνησης και ευρωπαϊκών θεσμών – ΔΝΤ για το περιεχόμενο του πακέτου των αντίμετρων. Η κυβέρνηση θέλει τα αντίμετρα (π.χ. μειώσεις φόρων) να ενεργοποιηθούν ταυτόχρονα με τα μέτρα της λιτότητας από την Πρωτοχρονιά του 2019, με τη σχετική απόφαση να λαμβάνεται από τον Αύγουστο του 2018, βάσει προβλέψεων για την πορεία των δημοσιονομικών. Αν στην πορεία προκύπτει ότι δεν πιάνονται οι στόχοι τότε θα ξηλώνονται τα αντίμετρα. Οι «θεσμοί» από την πλευρά τους θέλουν η ενεργοποίηση των αντίμετρων να γίνεται μόνο εφόσον προκύπτει δημοσιονομικό περιθώριο, δηλαδή απολογιστικά, αφού θα έχει οριστικοποιηθεί το δημοσιονομικό πρωτογενές πλεόνασμα του προηγούμενου έτους (π.χ. του 2018).

Στη διάρκεια της εβδομάδας, ο πρωθυπουργός είχε τηλεφωνική επικοινωνία με την Κρ. Λαγκάρντ, από την οποία ζήτησε το ΔΝΤ να έχει ξεκάθαρη στάση όχι μόνο για τα μέτρα αλλά και για τις ρυθμίσεις για το χρέος. Την Παρασκευή το Bloomberg αποκάλυψε ότι το ΔΝΤ θα συνεισφέρει στο ελληνικό πρόγραμμα με ποσό της τάξης των 3-6 δισ., πλην όμως το Ταμείο διέψευσε τη σχετική πληροφορία. «Όσες μεταρρυθμίσεις και αν γίνουν, το χρέος της Ελλάδας δεν είναι βιώσιμο», ανέφερε ο Π. Τόμσεν, δείχνοντας καθαρά ότι το ΔΝΤ θα επιμείνει μέχρι τέλους στην ανάγκη αναδιάρθρωσης.

Παραμονές της Συνόδου Κορυφής, η κυβέρνηση, διά του κυβερνητικού εκπροσώπου Δ. Τζανακόπουλου, είχε περιγράψει τους τρεις πυλώνες της συνολικής συμφωνίας που επιδιώκει.

Ο πρώτος είναι το staff level agreement, που αφορά την περίοδο από τώρα και μέχρι τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Και σε αυτό το staff level agreement περιλαμβάνεται μια σειρά από ζητήματα που σχετίζονται με την ενέργεια, τα εργασιακά, τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, και αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη φορολογική διοίκηση, με μια σειρά από ζητήματα -εν πάση περιπτώσει- που απασχολούν το σύνολο του πολιτικού και κοινωνικού πεδίου.

Ο δεύτερος πυλώνας, το δεύτερο σκέλος αυτής της συμφωνίας, αφορά τα δημοσιονομικά, την αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος για το έτος 2019. Και εδώ η κυβέρνηση ξεκαθαρίζει ότι αυτή η αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος θα έχει μηδενικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, θα περιλαμβάνει θετικά και αρνητικά μέτρα.

Τέλος, ο τρίτος πυλώνας αφορά τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος.


Σχολιάστε εδώ