Αποκατάσταση στο έγκλημα του «Σχεδίου Αθηνά» για Αγρίνιο και Μεσολόγγι
Τότε, τα τμήματα αυτά και συγκεκριμένα το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων Αγροτικών Προϊόντων και Τροφίμων (ΔΕΑΠΤ), το Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων (ΔΠΦΠ) και το Τμήμα Διαχείρισης Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέων Τεχνολογιών (ΔΠΠΝΤ) αποφασίστηκε να ενταχθούν στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Ακολούθησαν δύο χρόνια με πάρα πολλά προβλήματα στη λειτουργία τους, κυρίως εξαιτίας της υποστελέχωσης και της μεθοδευμένης από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Πατρών αποδυνάμωσής τους, με αποκορύφωμα την απόφασή της για μεταφορά τους στην Πάτρα με πρόσχημα το υπερβολικό κόστος συντήρησης. Τα τμήματα αυτά είναι πολύτιμοι φορείς παραγωγής και διάχυσης της επιστημονικής γνώσης στην τοπική κοινότητα και ταυτόχρονα φάροι πνευματικής προόδου.
Όλοι οι θεσμικοί φορείς του Νομού Αιτωλοακαρνανίας, η εκπαιδευτική, πνευματική, πολιτιστική κοινότητα του νομού, οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, σύσσωμη η Δημοτική Αρχή Αγρινίου, οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι του νομού, η Εκκλησία, το ΤΕΕ, φορείς, σύλλογοι και επιμελητήρια της πόλης, αντίθετοι όλοι με την απόφαση της συγκλήτου για το ξήλωμα των πανεπιστημιακών δομών στο Αγρίνιο και τη μεταφορά τους στην Πάτρα, προσπάθησαν και έθεσαν στο τραπέζι λύσεις για να παραμείνουν τα τμήματα στο Αγρίνιο. Μέχρι στιγμής, από τη μία το υπουργείο Παιδείας δεσμεύεται αλλά δεν υλοποιεί λύσεις για τη βιωσιμότητα των τμημάτων και από την άλλη η σύγκλητος κωφεύει στην ανάγκη εξεύρεσης κοινών λύσεων. Το αποτέλεσμα είναι η παράταση του αναβρασμού τόσο στην εκπαιδευτική κοινότητα -φοιτητές και εκπαιδευτικούς- όσο και στην τοπική κοινωνία. Αντίστοιχη αναστάτωση επικρατεί και με τη μοίρα του Τμήματος Μηχανολογίας και Υδάτινων Πόρων του ΤΕΙ Μεσολογγίου, το οποίο συμπεριλήφθηκε στα μεταβατικά τμήματα του Σχεδίου Αθηνά, παρά το γεγονός ότι καλύπτει με επάρκεια όλα τα κριτήρια που προβλέπει το σχέδιο αυτό, όπως η διασύνδεσή του με την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη, καθώς ο νομός Αιτωλοακαρνανίας είναι προνομιακός από πλευράς υδάτινων πόρων, ο μεγάλος αριθμός ενεργών φοιτητών, η καλή αναλογία διδασκόντων/διδασκομένων, ο επαρκής αριθμός μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού, οι ελάχιστες απαιτήσεις σε έκτακτο εκπαιδευτικό προσωπικό, η ύπαρξη ιδιόκτητων κτιρίων και υποδομών, το χαμηλό λειτουργικό κόστος και τα κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων του.
Είναι άδικο λοιπόν, τόσο για την εκπαιδευτική κοινότητα όσο και για την τοπική κοινωνία, το τμήμα αυτό να μη συμπεριληφθεί στο φετινό μηχανογραφικό, όπως έγινε με άλλα τμήματα που είχαν χαρακτηριστεί μεταβατικά, ύστερα από πρόσφατη απόφαση του υπουργού Παιδείας. Περιμένουμε από το υπουργείο να διορθώσει και να μη συνεχίσει λάθη του παρελθόντος. Πρώτον, να δώσει άμεσα βιώσιμη λύση στα τρία τμήματα του Πανεπιστημίου Πατρών με έδρα το Αγρίνιο για τη λειτουργία και την παραμονή τους στην πόλη, μέσα από την ίδρυση αυτόνομης Σχολής Αγρινίου. Δεύτερον, να δώσει στους φοιτητές του ενός από αυτά τα τμήματα, και συγκεκριμένα του Τμήματος Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων, επαγγελματικά δικαιώματα, αφού ούτως ή άλλως ανήκουν τώρα στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Τρίτον, να συμπεριλάβει στο φετινό μηχανογραφικό το Τμήμα Μηχανολογίας και Υδάτινων Πόρων του ΤΕΙ Μεσολογγίου και να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να εξασφαλιστεί η αυτονόμηση του ΤΕΙ Μεσολογγίου, η οποία κρίνεται ενδεδειγμένη, τόσο γιατί θα ενισχύσει την ακαδημαϊκή αυτοτέλεια του ιδρύματος αλλά και γιατί εγγυάται την ανάπτυξη και ευμάρεια ολόκληρου του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αυτές οι ενέργειες θα αποκαταστήσουν την αδικία που έχει διαπραχθεί σε βάρος των παραπάνω τμημάτων, που έχουν ως συνακόλουθο και την υποβάθμιση του Νομού Αιτωλοακαρνανίας. Ο σχεδιασμός του ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας δεν πρέπει να γίνεται με μικροκομματικά κριτήρια, στο πλαίσιο ενός προεκλογικού σχεδιασμού. Δεν τιμά κανέναν, ιδίως τους υπουργούς της κυβέρνησης, να βλέπουμε τμήματα να μπαίνουν στο μηχανογραφικό και σχολές να λειτουργούν σε συγκεκριμένες περιοχές μόνο και μόνο για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα. Ο επανασχεδιασμός του χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης πρέπει να γίνεται με παραγωγικά, ακαδημαϊκά, οικονομικά κριτήρια.