Ποιος σκότωσε τον Πολκ;

Η υπόθεση αυτή συγκλόνισε όχι μόνο την ελληνική αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη. Η επίσημη άποψη, η επικυρωμένη με μια δικαστική απόφαση, αμφισβητήθηκε και αποδείχθηκε διάτρητη. Ήταν μια «απόφαση» πολιτικής σκοπιμότητας, αφού είχαν αναμειχθεί εκτός από τις ελληνικές αστυνομικές αρχές και οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

Το πτώμα του αμερικανού δημοσιογράφου βρέθηκε στον Θερμαϊκό, σε μια εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του. Και όχι μόνον αυτό. Ο ελληνικός εμφύλιος, ή αλλιώς η κομμουνιστική ανταρσία, είχε άπειρα θύματα και από τις δύο πλευρές. Το αίμα έρρεε άφθονο στον Γράμμο και στο Βίτσι. Εκείνο τον καιρό, πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι είχαν φθάσει στη συμπρωτεύουσα σε μια προσπάθεια να βρουν τρόπο να έλθουν σε επαφή με τον αρχηγό των ανταρτών του λεγόμενου «Δημοκρατικού Στρατού», τον Μάρκο Βαφειάδη, προκειμένου να εξασφαλίσουν μια συνέντευξη. Αυτή η προσπάθεια συναν- τούσε πολλαπλές δυσχέρειες.

Η Θεσσαλονίκη εκείνο τον καιρό παρουσίαζε μια εικόνα που θύμιζε Καζαμπλάνκα ή Βερο- λίνο του Μεσοπολέμου. Διπλωμάτες, κατάσκοποι, πράκτορες μυστικών υπηρεσιών και απεσταλμένοι ξένων εφημερίδων κατέκλυζαν τη «νύφη του Θερμαϊκού». Η Αριστερά βρισκόταν σε διωγμό, παρακρατικές οργανώσεις οργίαζαν στην ύπαιθρο και τα εκτελεστικά αποσπάσματα «δούλευαν» συνέχεια. Η ζωή των ανθρώπων εκείνη την περίοδο κόστιζε πολύ φθηνά.

Όταν τον Ιανουάριο του 1947 ο Πολκ έφθασε στην Αθήνα, κινήθηκε μέσα στους κοσμικούς και πολιτικοδημοσιογραφικούς κύκλους και δεν έκρυψε τον σκοπό της αποστολής του. Η παρουσία του ενόχλησε πολλές πλευρές – Έλληνες και ξένους, που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας ήθελε να τερματισθεί αυτό το κύμα των απεσταλμένων του διεθνούς Τύπου προς τον Μάρκο. Ο Πολκ μόλις έφθασε στη Θεσσαλονίκη, στις 7 Μαΐου του 1948, έγινε στόχος παρακολούθησης από φανερούς και μυστικούς παράγοντες. Και ξαφνικά, κάποιο βράδυ, χάθηκε από το ξενοδοχείο του, το «Αστόρια», όπου είχε καταλύσει. Κανείς δεν τον ξαναείδε. Και στις 16 Μαΐου, βρήκαν το πτώμα του να επιπλέει στη θάλασσα, μπροστά στο κέντρο «Τριανόν». Ο σάλος που ξέσπασε ήταν πρωτοφανής και ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα.

Η όλη ιστορία ξανάρχεται στην επικαιρότητα με το βιβλίο του συνεργάτη μας Γιώργου Λεονταρίτη, από τις Εκδόσεις ΑΓΡΑ. Τίτλος του: «Ο Γιάννης Μαρής για την υπόθεση Πολκ». Ο Γιώργος Λεονταρίτης παρουσιάζει την έρευνα που είχε κάνει για τον Πολκ ο αλησμόνητος συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιάννης Μαρής (Τσιριμώκος). Μια έρευνα που ξεκίνησε το 1948, όταν ο Μαρής ήταν επιτελικό στέλεχος της σοσιαλιστικής εφημερίδας «ΜΑΧΗ» του Ηλία Τσιριμώκου, και ολοκληρώθηκε το 1977 σε συνέχειες στην «Ακρόπολη». Το 1977, το μεγάλο θύμα της σκοτεινής περιόδου του 1948, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος, που είχε κατηγορηθεί ως δολοφόνος του Αμερικανού, κατʼ εντολήν δήθεν του ΚΚΕ, έκανε αίτηση για αναθεώρηση της πρώτης δίκης του. Όσο κι αν φανεί παράξενο, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά την τραγωδία που συγκλόνισε την Ελλάδα, ελληνικές και ξένες υπηρεσίες επέμεναν η «υπόθεση Πολκ» να μείνει εφτασφράγιστη. Και ο Στακτόπουλος έφυγε από τη ζωή χωρίς να δικαιωθεί. Όταν το 1977 ο Γιάννης Μαρής πήγε στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να ολοκληρώσει την έρευνά του για την προαναφερόμενη υπόθεση, πήρε μαζί τον στενό του φίλο και συνεργάτη του Γιώργο Λεονταρίτη, ως απαραίτητο βοηθό. Τότε ακριβώς, πρόσωπα που μέχρι τότε έμεναν στο σκοτάδι, για πρώτη φορά αποφάσισαν δειλά να ανοίξουν το στόμα τους.

Σχεδόν 70 χρόνια μετά, το ερώτημα εξακολουθεί να κε­ντρίζει την περιέργεια όλων: Ποιος και γιατί σκότωσε τον Πολκ; Το βιβλίο αυτό ρίχνει κάποια χαραμάδα φωτός στην πολύκροτη υπόθεση και οπωσδήποτε παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον.


Σχολιάστε εδώ