Η λύση του πολιτικού δράματος δεν βρίσκεται εκεί που την αναζητεί η κυβέρνηση

Η κυβερνητική άποψη φαντάζει πολύ αισιόδοξη εάν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι οι δανειστές φέρνουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης πρόσθετες απαιτήσεις, έχοντας μάλιστα και τη στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία προσδοκά μέσα από την αποτυχία της διαπραγμάτευσης να επανέλθει στην εξουσία.

Βέβαια η αντιπολίτευση δεν είναι η μόνη που ποντάρει στην αποτυχία, το ίδιο επιθυμούν ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών, ο γνωστός ΣΕΒ, στο μηνιαίο δελτίο του οποίου επιρρίπτονται ευθύνες στην ελληνική κυβέρνηση για τη δυστοκία στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, αλλά και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Στουρνάρας, πρώην μνημονιακός υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά, ο οποίος ζητά μετʼ επιτάσεως το κλείσιμο της αξιολόγησης, συστήνοντας μάλιστα στην κυβέρνηση να δεχτεί τα προληπτικά μέτρα κόστους 4 δισ. ευρώ.

Ο κ. Στουρνάρας μάλιστα κατά την τοποθέτησή του στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, απαντώντας σε ερωτήσεις βουλευτών, τάχθηκε για άλλη μια φορά υπέρ της μείωσης των συντάξεων λέγοντας χαρακτηριστικά πως «η Ελλάδα δαπανά πολλά για την τρίτη ηλικία εις βάρος των νέων», χωρίς να τον ενδιαφέρει ότι με τη δήλωσή του αυτή, ο κυνικός και χυδαία νεοφιλελεύθερος διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, εισάγει έναν πρωτότυπο Δαρβινισμό, που απειλεί να ανατινάξει τα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας.

Στο τέλος, υπό το βάρος των πιέσεων, η κυβέρνηση θα αναγκασθεί να υποχωρήσει και να αποδεχτεί τις επιπλέον απαιτήσεις προκειμένου η χώρα να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να διαπραγματευτεί αποτελεσματικά όταν υπονομεύεται και από δυνάμεις που δρουν στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό όφειλαν να το γνωρίζουν ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες του.

Η πλέον ενδεδειγμένη, για μας, ενέργεια της κυβέρνησης θα ήταν να σταματήσει τη διαπραγμάτευση, να καταγγείλει τους εκβιασμούς που της ασκούνται από το ΔΝΤ και το «σύστημα» Σόιμπλε, να δηλώσει κατηγορηματικά ότι δεν θα αποπληρώσει καμιά δόση προς το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να ενημερώσει τον ελληνικό λαό με στοιχεία για τις αθλιότητες της εσωτερικής «τρόικας», προκειμένου να τον έχει αρωγό και συμμέτοχο στη σύγκρουση με τους δανειστές.

Όμως ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του δεν θέλησαν να προχωρήσουν σε μια ρήξη με το ευρωπαϊκό κατεστημένο, τον κ. Ντράγκι και το ΔΝΤ, καθώς εξακολουθούν να παραμένουν δέσμιοι μιας ιδέας για την Ευρώπη που μόνο στα κεφάλια τους υπάρχει. Αρνούνται να δεχτούν ότι η ΕΕ σήμερα αποτελεί ένα νεοφιλελεύθερο μόρφωμα που καμιά σχέση δεν έχει με το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που περιέκλειε τις αρχές της σύγκλισης του επιπέδου ζωής των λαών της, της εσωτερικής συνοχής, της ανάπτυξης και της αλληλεγγύης.

Το όραμα αυτό ξεθωριάζει και υποχωρεί μπροστά στη δημιουργία μιας γερμανικής Ευρώπης, η οποία παράγει συνεχώς ανισότητες τόσο μεταξύ των κρατών που την αποτελούν όσο και στο εσωτερικό τους και της οποίας το σήμα κατατεθέν είναι η λιτότητα, που έχει οδηγήσει τους λαούς σε απόγνωση. Ειδικότερα εμάς τους Έλληνες μας έχει κυριολεκτικά εξουθενώσει και μας έχει οδηγήσει στην πλήρη φτωχοποίηση με τα διαρκή Μνημόνια.

Σε προηγούμενες δημοσιεύσεις μας καλούσαμε την κυβέρνηση, απέναντι στις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών και του ΔΝΤ, να αντιτάξει ένα νέο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης, κοινωνικά δίκαιο, περιβαλλοντικά ισόρροπο, το οποίο να εγγυάται την ανάπτυξη της οικονομίας και την έξοδο της χώρας από την επικυριαρχία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που την έχει καταστήσει αποικία χρέους.

Η λύση αυτή τονίζαμε ότι δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί παρά μόνο μέσα (και) από τη συνολική ρήξη με τις αντιδραστικές δυνάμεις, έστω κι αν αυτό σημάνει την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη.

Με δεδομένη την άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε ρήξη με τους δανειστές, ο λαός καλείται να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, συγκροτώντας ένα κοινωνικοπολιτικό μέτωπο με διατυπωμένους τους γενικούς προσυμφωνημένους και προγραμματικούς άξονες, στο οποίο θα συμμετέχουν όλες οι ριζοσπαστικές, προοδευτικές και πατριωτικές συλλογικότητες και κινήσεις πολιτών, το οποίο, μέσα από διαρκείς κινητοποιήσεις, θα θέτει συνολικά το πρόβλημα της προοδευτικής αλλαγής και θα απαιτεί από την κυβέρνηση την άμεση επίλυσή του.


Σχολιάστε εδώ