Εξωτερικοί κίνδυνοι και εσωτερική υπονόμευση
Οι φωνές αυτές ανήκαν προηγουμένως σε μεμονωμένους ακραίους βουλευτές στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση. Υιοθετήθηκαν μετά επισήμως από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα της αντιπολιτεύσεως και στη συνέχεια από το κυβερνών κόμμα, διά στόματος του ιδίου του πρωθυπουργού Γιλντιρίμ. Προηγουμένως, ο Ταγίπ Ερντογάν είχε αμφισβητήσει απροκάλυπτα τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Οι θεωρίες περί γκρίζων ζωνών και νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, απροσδιορίστου δήθεν κυριότητας, είναι παλαιές. Ανάγονται στη δεκαετία, τουλάχιστον, του ʼ90 και εκδηλώθηκαν στην πράξη με την κρίση των Ιμίων το 1996. Κατά την ίδια περίοδο, ο Τούρκος ναύαρχος Ερκαγιά καυχιόταν ότι ήταν ο πατέρας της θεωρίας αυτής και ότι αυτός είχε αναθέσει στις αρμόδιες υπηρεσίες να ερευνήσουν και να βρουν επιχειρήματα για τη στήριξή της.
Σε κάθε περίπτωση, η επίσημη προβολή από την Άγκυρα μιας τέτοιας θεωρίας δεν είναι τίποτε άλλο από επίσημη προβολή εδαφικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδος. Η διαπίστωση αυτή δίνει και το μέτρο του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα και της ανάγκης να έχει την απαραίτητη ισχύ και μια σχετική ισορροπία δυνάμεων, ώστε να είναι σε θέση να εγγυηθεί την εθνική ασφάλεια και να διαφυλάξει τη σταθερότητα και την ειρήνη.
Η εμπλοκή της Άγκυρας στη Συρία, η εσωτερική διαίρεση και ιδίως η μεγάλη αναταραχή και αποδιοργάνωση στους κόλπους των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και τις μαζικές διώξεις κατά στρατιωτικών στελεχών δεν συνηγορούν λογικά υπέρ του ανοίγματος από τον Ερντογάν ενός άλλου μετώπου στο Αιγαίο.
Κανείς όμως δεν μπορεί να αποκλείσει υπεροπτικούς υπολογισμούς της Τουρκικής ηγεσίας έναντι της Ελλάδος, που βρίσκεται σε δεινή οικονομική κρίση και σε σημαντική καθυστέρηση σε σημαντικούς εξοπλισμούς. Η Άγκυρα θα μπορούσε να εκτιμήσει ότι είναι σε θέση να επιτύχει εύκολα μια «νίκη» στο Αιγαίο, που θα παγίωνε τις διεκδικήσεις και τις θεωρίες της για τα 17 δήθεν «κατεχόμενα» νησιά και την ΑΟΖ του Αιγαίου.
Ευτυχώς, η Ελληνική πλευρά, έστω και με σημαντική καθυστέρηση, άρχισε να αντιμετωπίζει το μεγάλο αμυντικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε με την απραξία 11 χρόνων. Οι προσπάθειες πρέπει να ενταθούν και να διευρυνθούν γιατί τα κενά και οι ελλείψεις είναι μεγάλες σε όλους τους τομείς. Είναι ευτύχημα για την Ελληνική πλευρά ότι η αναταραχή και η σχετική αποδιοργάνωση των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων, εξαιτίας του πραξικοπήματος και της πολιτικής Ερντογάν, παρέχουν στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ένα περιθώριο μερικών χρόνων για την παραγγελία και παραλαβή όπως επίσης τον εκσυγχρονισμό κρίσιμων αμυντικών συστημάτων. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν πρέπει να δημιουργεί αυταπάτες σχετικές με τον άμεσο κίνδυνο θερμών επεισοδίων.
Ο προβληματισμός σχετικά με τους εξωτερικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα, οι οποίοι άλλωστε δεν περιορίζονται μόνο στο Αιγαίο, έχει σχέση επίσης με την κατάσταση του εσωτερικού μετώπου και τα προβλήματα συνοχής. Από τη σκοπιά αυτή προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία τρία μεγάλα θέματα. Το πρώτο είναι βεβαίως η οικονομική κρίση και η ακολουθούμενη πολιτική. Διαφαίνεται η προοπτική μιας κάποιας αλλαγής στα Ευρωπαϊκά πράγματα μετά την εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ και την απόρριψη από μέρους του της ολέθριας πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, όπως, επίσης, μετά την άνοδο του Ευρωσκεπτικισμού και την αμφισβήτηση της σημερινής Ευρωπαϊκής Ενώσεως και των πολιτικών της. Η Ελλάδα είναι το μεγαλύτερο θύμα αυτής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, της λιτότητας, της παγκοσμιοποίησης και των ανοικτών συνόρων.
Εάν οι ΗΠΑ, που είναι το ισχυρότερο κράτος του κόσμου, έχουν πρόβλημα με τις πολιτικές αυτές και αποτάσσονται, μετά βδελυγμίας, τον σατανά, τι να πει η Ελλάδα, που έγινε κυριολεκτικά φτερό στον άνεμο με τις πολιτικές αυτές και υφίσταται, επί επτά συναπτά έτη, το ολέθριο κόστος τους; Και όμως. Υπάρχουν ακόμη πολιτικές δυνάμεις και πολιτικοί εκπρόσωποι που καλλιεργούν τον μύθο της καλής παγκοσμιοποίησης και του καλού ελεύθερου, παγκόσμιου εμπορίου, που «συμφέρει» δήθεν την Ελλάδα.
Ένα παράδειγμα είναι η ψήφος των Ευρωβουλευτών ορισμένων κομμάτων για την Ελληνική φέτα στο Ευρωκοινοβούλιο και ιδίως η δικαιολογία που προέβαλε ένας από αυτούς: Ψήφισα, είπε, υπέρ της αναγνωρίσεως της «φέτας» του Καναδά γιατί δεν έπρεπε να τεθεί σε κίνδυνο η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου μεταξύ Καναδά και Ευρώπης και να υποστηριχθεί, αντιθέτως, η «προστατευτική» πολιτική του Τραμπ – ο τελευταίος ακύρωσε την αντίστοιχη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Ψήφισα, είπε, κατά δεύτερο λόγο υπέρ γιατί ο Καναδάς ανέλαβε την υποχρέωση να εισαγάγει κάθε χρόνο ορισμένη ποσότητα τυριών ΠΟΠ από την Ευρώπη και ότι αυτό θα ενισχύσει δήθεν τις εξαγωγές Ελληνικής φέτας στον Καναδά!
Είναι εκπληκτικό, όταν η Ελλάδα έχει καταστραφεί από το αλόγιστο άνοιγμα των συνόρων και την ταύτιση της Ευρώπης με την παγκοσμιοποίηση, Έλληνες πολιτικοί εκπρόσωποι να εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου και να καταγγέλλουν τον «προστατευτισμό» του Τραμπ. Καμιά ουσιαστική αλλαγή δεν μπορεί να προέλθει στην Ευρώπη με τις πολιτικές αυτές. Το μήνυμα Τραμπ για το έθνος, το εθνικό κράτος και τα σύνορα δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ. Αφορά και την Ευρώπη, και βεβαίως τις ασθενέστερες κυρίως χώρες της Ευρώπης, όπως είναι η Ελλάδα.
Υπάρχουν όμως και δύο άλλα μεγάλα θέματα που υπονομεύουν την εθνική συνοχή και το εσωτερικό μέτωπο της χώρας και τα οποία εκπορεύονται από τις ίδιες πολιτικές της παγκοσμιοποίησης. Το ένα είναι η πολιτική των ανοικτών συνόρων και οι προεκτάσεις της με τα hotspots, τη δημιουργία Ισλαμικών πυρήνων σʼ όλη τη χώρα, την απλοποίηση της παροχής ιθαγένειας σε παράνομους αλλοδαπούς, την ένταξη χωρίς προϋποθέσεις παιδιών παρανόμων μεταναστών στα σχολεία για να θεμελιώσουν, κυρίως, δικαιώματα ιθαγένειας.
Το άλλο είναι η εκστρατεία του νέου υπουργού Παιδείας κ. Γαβρόγλου για την «πολυπολιτισμική» μετάλλαξη της Ελληνικής Παιδείας. Η αλλαγή προσώπων στο υπουργείο Παιδείας απεδείχθη, δυστυχώς, αλλαγή από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Είναι τραγικό, ενώ ο Ελληνικός λαός ανησυχεί και αγρυπνά για να υπερασπίσει στα σύνορα την εθνική του ακεραιότητα, να υπονομεύεται στο εσωτερικό το εθνικό του φρόνημα και η εθνική του συνοχή με χρεοκοπημένες πολιτικές παγκοσμιοποίησης. Ο πολιτικός αυτός παραλογισμός πρέπει να σταματήσει και αυτό μπορεί να το επιβάλει με την κινητοποίησή της η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, που απορρίπτει με οργή τις ξενόπνευστες αυτές πολιτικές και εμμένει στην εθνική του ταυτότητα, στην Ελληνική του παιδεία και στο Ελληνικό του φρόνημα.