Το φάσμα μιας γενικής κρίσης
Το ζήτημα του χρέους είναι κύριας και ζωτικής σημασίας και απαιτεί μια αποφασιστική αντιμετώπιση όχι μόνο μέσω των διαδικασιών της DSA (Debt Sustainability Analysis) αλλά και μέσω των προνοιών που οι κανόνες του δημοσίου διεθνούς δικαίου και του πρωτογενούς ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου εγκαθιδρύουν.
Και επειδή τα συμφωνηθέντα δέον όπως τηρούνται σύμφωνα με την αρχή του pacta sunt servanda, που επικαλείται και ο γερμανός υπουργός των Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ασφαλώς συμφωνηθέντες κανόνες είναι -και μάλιστα υπερκείμενοι- και οι κανόνες που προσδιορίζουν και καθορίζουν τη διεθνή και ευρωπαϊκή έννομη τάξη αλλά και τον διεθνή και ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό. Οι κανόνες αυτοί προκλητικώς αγνοούνται. Επιβάλλεται όμως η επίκλησή τους πριν… ακυρωθεί κάθε έννοια κράτους δικαίου, ενωσιακού κεκτημένου και διεθνούς έννομης τάξης.
Η ανάγκη αντιμετώπισης μιας γενικής κρίσης
Την κρισιμότητα της κατάστασης για την Ελλάδα επεσήμανε μόλις πριν από λίγους μήνες ο Ζολτ Ντέρβας, αντικειμενικός παρατηρητής του Ινστιτούτου Bruegel των Βρυξελλών. Ο Ζολτ Ντέρβας προανήγγειλε μεν 4ο πρόγραμμα για την Ελλάδα, αλλά υποστήριξε ως προϋπόθεση εξόδου της Ελλάδας στις αγορές την απομείωση – περιτομή («κούρεμα») του χρέους κατά 2/3 του χρέους. Στον ίδιο χρόνο, ο μόνιμος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ad hoc για την Ελλάδα) Κρις Άλεν εκτίμησε δυσκολίες για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, αν και δήλωσε τελικώς αισιόδοξος…
Οι παραπάνω τοποθετήσεις από διαφορετικά fora αποδεικνύουν τη σύγχυση που υπάρχει για την επίλυση των προβλημάτων γενικώς και για το ελληνικό χρέος ειδικώς. Σύγχυση που αντικρίζει και τις αντικρουόμενες θέσεις μεταξύ ΔΝΤ και ευρωπαϊκών θεσμών.
Ταυτοχρόνως, ο λαϊκισμός (που δεν είναι μόνο φαινόμενο της ελληνικής εσωτερικής πολιτικής) καλά κρατεί και στη Γερμανία, όπου, από ό,τι διαφαίνεται, συζήτηση για την αντιμετώπιση της περιστολής – απομείωσης του ελληνικού χρέους δεν μπορεί να συζητηθεί πριν από τις γερμανικές εκλογές. Και εδώ πρωτεύει όχι απλώς το πολιτικό κόστος αλλά, ορθότερα, το κομματικό!
Στην ίδια ιστορική περίοδο, η ΕΚΤ (που με βάση τη Συνθήκη της Λισαβόνας είναι πλέον όργανο της ΕΕ) καλείται να αποδείξει την ανεξαρτησία της έναντι δύο σημαντικών παραγόντων: Έναντι της κυβέρνησης της Γερμανίας, που από το καταστατικό της ΕΚΤ και το πρωτογενές ενωσιακό ευρωπαϊκό δίκαιο οφείλει να αγνοεί, και έναντι του ΔΝΤ, του οποίου οι απόψεις επʼ ουδενί τη δεσμεύουν ως προς τις πολιτικές που οφείλει να εφαρμόζει για το ευρωσύστημα.
Η παρέμβαση όμως της ΕΚΤ θα αφορά και την ποσοτική χαλάρωση QE (Quantitative Easing). Στην παρούσα δε ιστορική φάση οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους και ως προς την QE. Το ενδιαφέρον δε αυτό, ως μείζον ζήτημα, δεν πρέπει να αφορά μόνο την κυβέρνηση αλλά πρέπει ειδικώς να αφορά και την Τράπεζα της Ελλάδος, ως μέρος του ΕΣΚΤ και του ευρωσυστήματος. Και τούτο γιατί εγείρεται ζήτημα για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην QE, εν όψει της παράτασης του προγράμματος πέραν του Μαρτίου του 2017.
Εκτιμάται δε ότι με θετική έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από το ΔΝΤ θα ενταχθεί η Ελλάδα στο QE της ΕΚΤ, σύμφωνα με ανάλυση της Citigroup.
Η ένταξη βεβαίως στο QE, εάν συμβεί, δεν θα είναι απεριόριστη, καθόσον εκτιμάται ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 4,2 δισ. ευρώ, λόγω του ότι η ΕΚΤ ήδη κατέχει ελληνικά ομόλογα από 2012 περί τα 24 δισ. ευρώ. Εντούτοις η ένταξη της Ελλάδας στην QE θα αποτελεί σημαντική, ουσιαστική ανάσα και ψυχολογική τόνωση της αγοράς, καθόσον μια τέτοια διαδικασία προδήλως σημαίνει εμπιστοσύνη της ΕΚΤ στις οικονομικές εξελίξεις.
Η κρίση δεν είναι μόνο ελληνική
Και ενώ συζητείται εν Ελλάδι εντόνως το ζήτημα της υπό εξέλιξη αξιολόγησης, η κρίση είναι προδήλως ευρύτερη. Αποσιωπάται όμως, παρότι το ΔΝΤ εξέδωσε νέα προειδοποίηση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, επισημαίνοντας τον κίνδυνο κυρίως της Deutsche Bank αλλά και της Credit Suisse, ενώ στην ίδια κατάσταση φαίνεται να περιέρχονται η Commerzbank και η UniCredit. Υπʼ όψιν δε ότι η Standard & Poorʼs σε σχετική έκθεσή της αναφέρεται στα πιστωτικά ιδρύματα της Μεγάλης Βρετανίας, τα οποία απειλούνται με υψηλά πρόστιμα και αποζημιώσεις εντός του έτους (2017) που προσεγγίζουν τα 20 δισ. λίρες Αγγλίας.
Ταυτοχρόνως το χρέος σήμερα του μη χρηματοπιστωτικού τομέα ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσό των 152 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ (!), που αντιστοιχεί στο 225% του παγκόσμιου ΑΕΠ (!), όπου τα 100 τρισ. δολάρια αφορούν αμιγώς τον ιδιωτικό τομέα.
Δηλαδή, εάν αντιπαραθέσουμε το ελληνικό χρέος στα 152 τρισ. δολαρίων ΗΠΑ, θα διαπιστώσουμε το ποσοστό συμμετοχής της ελληνικής κρίσης στην παγκόσμια οικονομία.
Ας επανέλθουμε όμως και πάλι στο τραπεζικό σύστημα.
Υπʼ όψιν ότι πέραν του προστίμου που αφορά την Deutsche Bank απειλείται σημαντικό πρόστιμο ύψους περίπου 9 δισ. σε λίρες Αγγλίας κατά της βρετανικής τράπεζας Royal Bank of Scotland (RBS). Επίσης παρόμοιο δυσμενές πρόστιμο μελετάται να επιβληθεί τόσο στην Barclays όσο και στην Credit Suisse. Υπʼ όψιν δε ότι την κατάσταση των ελβετικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων επισημαίνει και η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας απευθυνόμενη κυρίως στους δύο ελβετικούς κολοσσούς, ήτοι στη UBS και στην Credit Suisse, προειδοποιώντας ότι θα πρέπει να αντλήσουν κεφάλαια ύψους 10 δισ. σε ελβετικά φράγκα.
Το χρέος γιγαντώνεται ανά δευτερόλεπτο!
Με τούτα τα δεδομένα, καταγράφεται ένα ανησυχητικό κλίμα στο διεθνές τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. Κοινός τόπος είναι πλέον ότι η κρίση γενικεύεται…
Και όσο το χρέος δεν επιλύεται, και μάλιστα διεθνώς, το φάσμα μιας γενικής κρίσης αρχίζει να οργανώνεται. Και για τη… συνέπειά μου: Μόλις τέλειωσα τούτες τις γραμμές προσέφυγα στο NATIONAL DEBT CLOCKS. Λίγο χρόνο μετά, το χρέος της Ελλάδας είναι 370.396.954,922 ευρώ. Ήτοι το δημόσιο χρέος της χώρας αυξήθηκε και ο καθένας έλληνας πολίτης οφείλει 34.256 ευρώ, δηλαδή 46 ευρώ περισσότερα. Έπεται δε η συνέχεια! .