Μεταξύ λογικής και «βελούδινου» πραξικοπήματος

Είναι πλέον κοινά παραδεκτό ότι η Ευρώπη του 2017 διαφέρει κατά πολύ από εκείνην του 2015 κι αυτές οι κρίσιμες, στρατηγικής σημασίας μεταβολές αποτελούν κοινότυπες διαπιστώσεις και όχι απλές υποθέσεις και αυταπάτες. Κι όμως ο συντηρητικός πυρήνας της γερμανικής ελίτ, που εκφράζεται σε πολιτικοοικονομικό επίπεδο από τον Β. Σόιμπλε, εξακολουθεί και σήμερα να μετέρχεται τις ίδιες μεθόδους, να ενεργοποιεί τις ίδιες επιλογές κατά της χώρας μας, όπως εκείνες του καλοκαιριού του 2015…

Ποιες είναι αυτές οι μέθοδοι; Άρνηση ουσιαστικής διαπραγμάτευσης επί των δεδομένων, προβολή, συνεχώς, νέων παράλογων απαιτήσεων, παραπομπή των αποφάσεων από το ένα Eurogroup στο άλλο… Τελικώς, πλήρης διαχείριση του πολιτικού χρόνου από το «σύστημα» Σόιμπλε μέχρις ότου εξαντληθούν τα ακρότητα όρια οικονομικών και πολιτικών αντοχών, ώστε να επιβληθεί νομοτελειακά η βούληση και να ικανοποιηθεί το εκδικητικό – τιμωρητικό μένος του «αφέντη».

2017: Επιχείρηση «βελούδινο» πραξικόπημα

Εφέτος το ανοικτό πραξικόπημα του 2015 επιχειρείται να αντικατασταθεί από το «σύστημα» Σόιμπλε από το «βελούδινο» πραξικόπημα του 2017. Προς τούτο ενεργοποιήθηκε ήδη από τον Νοέμβριο του 2016 το ΔΝΤ, με στόχο οι παράλογες και παράνομες θεσμικά απαιτήσεις του (όπως τα εργασιακά, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο) να διαμορφώσουν συνθήκες πλήρους εμπλοκής στις διαπραγματεύσεις και στην αξιολόγηση. Στο μενού αυτό προσετέθησαν και οι απαιτήσεις του Β. Σόιμπλε για πλεονάσματα της τάξεως του 3,5% μετά το 2018 και μάλιστα σε χρονικό ορίζοντα δεκαετίας, οπότε το αδιέξοδο, σύμφωνα με τη δογματική αυτή λογική, καθίσταται πλήρες… Όμως αυτή η δογματική στάση, αυτή η καταστροφική αντίληψη δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως το 2015 γιατί έχει αποδυναμωθεί, έχει αποκτήσει ισχυρές εσωτερικές ρηγματώσεις τόσο στο οικονομικό όσο και στο ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό επίπεδο.

α) Στο οικονομικό επίπεδο: Παρά πάσαν προσμονήν, οι στόχοι του 3ου Μνημονίου σε μακροοικονομικό επίπεδο όχι μόνο επιτεύχθηκαν αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις υπερκαλύφθηκαν… ασφαλώς με βαριές θυσίες και στερήσεις από ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας…

Όμως, σε κάθε περίπτωση, κατέρρευσε το βασικό εργαλείο εκβιασμού που ίσχυσε σε όλα τα προηγούμενα Μνημόνια, δηλαδή η πλήρης αποτυχία των οικονομικών στόχων… Το βασικό μνημονιακό – οικονομετρικό επιχείρημα του Β. Σόιμπλε αποθεμελιώνεται εσωτερικά… Η λογική των αριθμών στρέφεται ευθέως κατά του ιδίου του Β. Σόιμπλε.

Γιʼ αυτό και σήμερα η ικανοποίηση των μακροοικονομικών μεγεθών και στόχων του 3ου Μνημονίου μετατρέπεται σε θετικό επιχείρημα υπέρ της ελληνικής κυβέρνησης και της χώρας. Ο Β. Σόιμπλε χάνει μέσα στο δικό του γήπεδο και μάλιστα από μια κυβέρνηση αντίπαλη πολιτικοϊδεολογικά. Κι αυτό προκαλεί την μήνιν του, τις λυσσώδεις, σε κάποιες περιπτώσεις, αντιδράσεις του.

β) Όμως το μέχρι τώρα απόλυτα συμπαγές «τείχος του Βερολίνου» ρηγματώνεται εσωτερικά και σε πολιτικοκομματικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Το κομματικό – κυβερνητικό σχήμα της συνεργασίας του SPD με τους Χριστιανοδημοκράτες, που αποτέλεσε εδώ και χρόνια το πολιτικοϊδεολογικό θεμέλιο νομιμοποίησης των πολιτικών της λιτότητας και των δημοσιονομικών περιορισμών, αποσυγκροτείται και διαλύεται. Οι Χριστιανοδημοκράτες αποδυναμώνονται από την ακροδεξιά – εθνικιστική απόληξή τους, που ζητεί κατʼ ουσίαν επιστροφή στο μάρκο, ενώ το SPD επιχειρεί να επαναδιατυπώσει την πολιτικοϊδεολογική και κοινωνική του ταυτότητα, απεγκλωβιζόμενο από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του με τη νεοφιλελεύθερη – συντηρητική αντίληψη… Δεν γνωρίζουμε πόσο μακριά θα πάει και ποιο κοινωνικό και ιδεολογικό βάθος θα έχει αυτή η ιστορική επανάκαμψη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πρόκειται για μια νέα ιστορική κατάσταση, για νέους διαμορφούμενους συσχετισμούς, που καμιά σχέση δεν έχουν με τη Γερμανία και την Ευρώπη του 2015.

Εάν σε αυτές τις δομικού χαρακτήρα αλλαγές προσθέσουμε το διακύβευμα των εκλογικών αναμετρήσεων στη Γαλλία, στη Γερμανία αλλά και στην Ολλανδία (γεγονός που δεν επιτρέπει νέες εστίες κρίσης στην Ευρωζώνη), τότε μπορούμε να αντιληφθούμε τις ιστορικές, ριζικές, αλλαγές που συμβαίνουν τα δύο τελευταία χρόνια.

«Δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης», μας διδάσκει ο Ηράκλειτος. Ο Β. Σόιμπλε όμως θεωρεί ότι ο κόσμος είναι ακίνητος και ότι ο ίδιος εξακολουθεί να βρίσκεται στο κέντρο του, στον ρόλο του καθοδηγητή και προασπιστή της γερμανικής παντοδυναμίας και κυριαρχίας… Όμως οι ψευδαισθήσεις διαλύονται με γοργούς ρυθμούς, η εσωτερική αμφισβήτηση δρα καταλυτικά, όταν μάλιστα προέρχεται μέσα από το ίδιο του το κόμμα (όπως στην περίπτωση του Μάνφρεντ Βέμπερ, που αμφισβήτησε την ανάγκη παρουσίας του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα), ενώ το τέλος της πολιτικής καριέρας του ιδίου του Β. Σόιμπλε έχει ήδη προεξοφληθεί… Όμως όλοι αυτοί οι παράγοντες, στην περίπτωση του Β. Σόιμπλε, όχι μόνο δεν φαίνεται να τον συνετίζουν αλλά να καθιστούν ακόμα πιο επικίνδυνες και καταστροφικές τις αντιδράσεις του. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η διευρυνόμενη συνεχώς απομόνωσή του είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Η συμμαχία του παραλόγου

Τόσο η σύνοδος της ΕΚΤ την 9η Μαρτίου όσο και οι επερχόμενες εκλογές στην Ολλανδία καθιστούν την 20ή Φεβρουαρίου κρίσιμη τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο. Το «σύστημα» Σόιμπλε επιδιώκει την επʼ αόριστο παράταση, ώστε να μην μπορέσει η Ελλάδα να ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση και να απωλεσθεί οριστικά η θετική προοπτική που διανοίγεται για την οικονομική και κοινωνική πορεία της χώρας.

Το ΔΝΤ χρησιμοποιείται προσχηματικά. Κανέναν ρόλο δεν έχει στην Ευρώπη. Οι απαιτήσεις που προβάλλει σήμερα είναι οικονομικά παράλογες, κοινωνικά και θεσμικά αντιδημοκρατικές και καταστροφικές.

Ζητεί μείωση του αφορολόγητου και τροποποίηση των συντελεστών ώστε να ελαφρυνθούν τα ανώτατα εισοδήματα. Αυτή η ακραία νεοφιλελεύθερη επιλογή θα οδηγήσει νομοτελειακά σε μεγαλύτερη φτώχεια και ανεργία. Απαιτεί νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων, γεγονός που θα οδηγήσει σε περαιτέρω διάλυση του παραγωγικού – οικονομικού ιστού και σε επιπλέον καθίζηση της αγοράς. Ποια σχέση έχουν όλα αυτά με την προώθηση μιας παραγωγικής – αναπτυξιακής πορείας; Μήπως τότε οι επενδύσεις θα έλθουν εξ ουρανού σε μια καμένη γη, με μια παγωμένη εσωτερική αγορά και την ανύπαρκτη αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών;

Πάνω σʼ όλα αυτά, το παραμύθι της δήθεν καθυστέρησης από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, ένα ψευδές και έωλο στην πράξη επιχείρημα, το οποίο αναπαράγει συστηματικά το εγχώριο διαπλεκόμενο πολιτικό προσωπικό με επικεφαλής τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Δεν θα πίστευε ποτέ και ο ίδιος ο Β. Σόιμπλε ότι τη στιγμή που αποδυναμώνεται εσωτερικά θα έβρισκε τόσο πιστούς συμμάχους στην Ελλάδα, που δεν διστάζουν να εξευτελίζονται μπροστά στα μάτια ενός ολόκληρου λαού προκειμένου να επιδείξουν -εν είδει καλλιστείων- τη δουλικότητά τους και την πλήρη εξάρτησή τους. Σʼ αυτό το σημείο, η αναξιοπρέπεια, η πολιτική ανεπάρκεια και η εθελοδουλία συνυπάρχουν αρμονικά, αποδεικνύοντας το πολιτικό και ηθικό κατάντημα των κομμάτων και των ηγεσιών αυτών.

Αναγκαία η σταθερότητα και η προοπτική

Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο πολιτικός χρόνος εξαντλείται και παράγει εξ αντικειμένου τα δικά του οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά αποτελέσματα, είναι απολύτως αναγκαία η διαμόρφωση μιας σταθερής προοπτικής και αυτή η εξέλιξη περνά και ίσως καθορίζεται αποφασιστικά από την 20ή Φεβρουαρίου.

Η χώρα, η οικονομία, η απαιτούμενη παραγωγική ανασυγκρότηση έχουν ως βασική προϋπόθεση την αποκατάσταση της σταθερότητας, τη χάραξη μιας συγκεκριμένης και συνεκτικής προοπτικής. Η οικονομία καθορίζεται στη βάση της από τις κοινωνικές σχέσεις, από την κοινωνική ψυχολογία, από την εμπιστοσύνη ενός λαού στις δυνάμεις του και στις προοπτικές του.

Πέραν των ευεργετικών -για το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον- επιπτώσεων από την ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, η χώρα θα πρέπει από τα μέσα ίσως του 2017 να προχωρήσει σε ένα, πειραματικό έστω, άνοιγμα προς τις αγορές. Αυτή η επιλογή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ασφαλή χρηματοδότηση της χώρας μετά τη λήξη του Μνημονίου, το καλοκαίρι του 2018. Κι αυτή η πορεία, αυτή η θετική προοπτική δεν πρέπει από κανέναν και με κανέναν τρόπο να υπονομευθεί.

Σε αυτό το επίπεδο δεν αρκεί μόνο να κλείσει σύντομα η διαπραγμάτευση και η αξιολόγηση. Θα πρέπει μέσα από το ίδιο το περιεχόμενό της να προκύπτει ένας ικανοποιητικός βαθμός πολιτικής και δημοσιονομικής ελευθερίας για την κυβέρνηση, ώστε αυτή να μπορέσει να εφαρμόσει πολιτικές αλληλεγγύης και δίκαιης κατανομής των βαρών και να βελτιώσει σταδιακά το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών.

Πρέπει να αγωνισθούμε να διεκδικήσουμε μέχρι τέλους το δίκιο μας, να διευρύνουμε τις διαμορφούμενες θετικές πολιτικοοικονομικές μας συμμαχίες.

Παρότι ο ορίζοντας στην Ευρώπη παραμένει θολός, παρότι η λιτότητα, η ύφεση, η κρίση έχουν για τα καλά εγκατασταθεί στη γηραιά ήπειρο, πάντα ελπίζουμε και αγωνιζόμαστε για το καλύτερο. Ίσως μάλιστα εάν τροποποιηθεί σε έναν βαθμό ο πολιτικοοικονομικός πυρήνας του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού στο Βερολίνο, μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, να μπορέσουν να διαμορφωθούν κάποιες νέες, ελπιδοφόρες, ιστορικές προοπτικές.


Σχολιάστε εδώ