Η προσγείωση των ΗΠΑ στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή μυωπική συμπεριφορά και η κρισιμότητα της ελληνικής κατάστασης

Ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τη διαφαινόμενη τάση για επαναπροσέγγιση των αμερικανορωσικών σχέσεων -που πιστεύαμε ότι θα ήταν μια θετική εξέλιξη- επισημαίναμε ότι ο κ. Τραμπ θα αντιμετώπιζε μεγάλες αντιδράσεις -την προέλευσή τους κατονομάζαμε- γεγονός που επιβεβαιώθηκε με την παραίτηση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Φλιν, ελάχιστο χρόνο μετά τον διορισμό του. Στον στενό προεδρικό σύμβουλο αποδίδεται ότι προεκλογικά είχε συναντήσεις με τον ρώσο πρέσβη στην Ουάσινγκτον, χωρίς όμως αποκαλύψεις για το συγκεκριμένο περιεχόμενο των συνομιλιών. Πάντως, ανεξάρτητα του τι πραγματικά συνετέλεσε στην παραίτηση του στρατηγού Φλιν, δεν υπάρχει τίποτα περίεργο στη συνάντηση ενός διαπιστευμένου πρέσβη με έναν συνεργάτη υποψηφίου ή εκλεγμένου Προέδρου. Είναι μέρος της αποστολής ενός διπλωματικού εκπροσώπου και εντάσσεται στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας. Τη βρώμικη δουλειά, συνήθως, δεν την κάνουν τα επίσημα διπλωματικά στελέχη αλλά εξειδικευμένα μέλη των πρεσβειών. Η προσγείωση του αμερικανού Προέδρου στην πραγματικότητα επεκτείνεται και στη στάση των ΗΠΑ έναντι του Πεκίνου. Μέχρι στιγμής δεν καταγράφονται δηλώσεις ή μέτρα που να σηματοδοτούν μια αλλαγή στη συμπεριφορά της συνεργασίας μεταξύ Ουάσινγκτον – Πεκίνου. Σχετικά με τις προεκλογικές και μετεκλογικές δηλώσεις ότι θα εξαφανίσει τους ισλαμιστές (ISIS), τα μέτρα που ανήγγειλε -και έλαβε- για άρνηση χορήγησης θεωρήσεων εισόδου σε πολίτες προερχόμενους από έξι ασιατικές και αφρικανικές μουσουλμανικές χώρες δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι ανταποκρίνονται στον στόχο τους. Η αμφισβήτηση προήλθε εκ των έσω και -πλέον συγκεκριμένα- από τη δικαστική εξουσία. Η απόφαση για κατασκευή τείχους στα σύνορα με το Μεξικό για παρεμπόδιση εισόδου λαθρομεταναστών στις ΗΠΑ, που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αποτελεί εφεύρημα του Τραμπ, προκάλεσε μόνο διακρατικές αναταράξεις. Η λαθρομετανάστευση από τις λατινοαμερικανικές χώρες αποτελεί όντως υπαρκτό πρόβλημα. Υπάρχουν πολλοί στις ΗΠΑ που διαβλέπουν κίνδυνο ισπανοποίησης των νότιων πολιτειών όπως το Νέο Μεξικό, το Τέξας, η Καλιφόρνια, κ.ά., γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτιστική αλλοίωση των παραπάνω περιοχών. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, στην Ευρώπη (ΕΕ) αδυνατούν να αντικρίσουν την πραγματικότητα. Η γερμανική ηγεμονία, με κύριο εκφραστή τον υπουργό των Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται την ιστορία αποκλειστικά με οικονομικούς όρους, αγνοώντας τόσο την ιδεαλιστική όσο και τη μαρξιστική προσέγγισή της. Θύμα της σοϊμπλιανής αντίληψης, που αποθεώνει την πολιτική λιτότητας, είναι όλες οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και περισσότερο η Ελλάδα. Μαζί τους όμως είναι και η ίδια η Ευρώπη και το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που όλο και απομακρύνεται. Αν μάλιστα επαληθευθούν οι δημοσκοπήσεις για τις προσεχείς βουλευτικές και προεδρικές εκλογές σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία, τότε το πλήγμα μπορεί να καταστεί θανατηφόρο. Στην ελληνική οικονομικοκοινωνική κρίση διακρίνουμε δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές και η δεύτερη, και κατά αντιδιαστολή, τις αντιδράσεις και τους χειρισμούς των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων προς αντιμετώπιση της κρίσης. Τη συμπεριφορά των δανειστών έναντι της χώρας μας τη διακρίνει, από την πρώτη στιγμή που η κρίση έγινε ορατή, η μεγάλη αυστηρότητα, όπως εκφράσθηκε ευθύς εξαρχής από τον γερμανικό Τύπο. Οι Έλληνες επικρίθηκαν ως απείθαρχοι, σπάταλοι και οκνηροί, που είχαν μάθει να ζούνε με δανεικά. Υπό αυτό το πρίσμα τους άξιζε μια τιμωρητική συμπεριφορά από πλευράς της ΕΕ. Την αντίληψη αυτή εκφράζουν τα τρία αλλεπάλληλα Μνημόνια, τα οποία αντί να βελτιώσουν την κατάσταση την επιδείνωσαν. Προς μαρτυρίαν οι κατά καιρούς δηλώσεις υψηλών αξιωματούχων ευρωπαϊκών θεσμών και κυρίως του ΔΝΤ, που αναγνώριζαν τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Και όμως ζητούσαν και εξακολουθούν να ζητάνε πρόσθετα μέτρα που ωθούν τη χώρα προς τη χρεοκοπία. Και για το ΔΝΤ μπορεί να ισχύει ο γνωστός μύθος του Αισώπου για τον σκορπιό και τον βάτραχο – που ενεργεί σύμφωνα με τη φύση του πρώτου. Και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όμως, αναμφισβήτητα φέρουν μεγάλη ευθύνη -πέραν ασφαλώς των ελληνικών φορέων, πολιτικών και κοινωνικών- για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δείχνουν ότι το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στο πώς θα πάρουν τα δανεικά τους πίσω και να καταστήσουν την Ελλάδα αποικία χρέους, όπως παραστατικά και τεκμηριωμένα προκύπτει από το ομώνυμο βιβλίο του καθηγητή Νίκου Κοτζιά, σημερινού υπουργού των Εξωτερικών. Ο δε εξαναγκασμός εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ και η δημιουργία της Ευρώπης δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων, που μετά βίας αποκρύπτει ο χερ Σόιμπλε, δεν αποκλείονται. Από καθαρώς ελληνικής σκοπιάς, οι κυβερνήσεις που χειρίσθηκαν την κρίση, ήδη από την εκδήλωσή της, δεν έχουν πείσει ότι ενήργησαν μετά γνώσεως και σχεδιασμού, ούτε επέδειξαν ικανότητα ουσιώδους διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Ο ελληνικός λαός δεν ενημερώθηκε επαρκώς για τα συν και τα πλην των μνημονιακών δεσμεύσεων, τη χρονική τους διάρκεια και για τις θυσίες στις οποίες επρόκειτο να υποβληθούν. Ως πολίτες αγνοούμε, οι περισσότεροι, ποιες είναι οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι δανειστές, αν μπορούν να συντελεσθούν ή όχι και γιατί και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις τους. Το θέμα ενδεχόμενης εξόδου από το ευρώ και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα αποτελεί ταμπού και αλίμονο σε όποιον τολμήσει ακόμη και να την υπαινιχθεί ως plan B ή C. Ακόμα και οι ακαδημαϊκοί προσπαθούν να το αποφεύγουν. Όλες οι κινήσεις των διαδοχικών μνημονιακών κυβερνήσεων μοιάζουν να κινούνται στην αντίθετη λογική της τακτικής του Λένιν. Αντί του «δύο βήματα μπροστά ένα πίσω» φαίνεται πως εφαρμόζουν το αντίθετο. Λείπει δυστυχώς και η απαιτούμενη εθνική συσπείρωση και συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, ενώ συνεχώς αυξάνεται και η εμφάνιση νέων πολιτικών κινημάτων ή κομμάτων, όταν είναι αμφίβολη η δυνατότητά τους να προσθέσουν γνώση ή εμπεριστατωμένες θέσεις. Γενικά δίνεται η εντύπωση ότι κύριο μέλημα είναι η κατάληψη της εξουσίας ή η παραμονή σε αυτήν. Τελικά υπάρχει ελπίδα; Ναι, αν δεχθούμε ότι πεθαίνει τελευταία. Όμως, όπως λέει μια ιταλική παροιμία, όποιος ζει με την ελπίδα πεθαίνει απελπισμένος (Chi di speranza vive disperato muore).


Σχολιάστε εδώ