Ντόναλντ καλεί Πεκίνο
Η διαφαινόμενη κρίση με την Κίνα, η οποία είχε δημιουργήσει έντονη ανησυχία τόσο σε όσους ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική στην Ουάσινγκτον, όσο και στην αμερικανική επιχειρηματική κοινότητα ήταν, από την αρχή ως το τέλος της, ιδιοκατασκευή του Προέδρου Τραμπ.
Ξεκίνησε ήδη από την προεκλογική εκστρατεία, όταν ο Τραμπ, παίζοντας με τους φόβους της αμερικανικής εργατικής τάξης στοχοποιούσε την Κίνα ως υπεύθυνη για όλα τους τα δεινά. Στην πέρα για πέρα απλοϊκή, αλλά προφανώς πειστική, τραμπική ρητορική το χωρίς φραγμούς διεθνές εμπόριο, η «παγκοσμιοποίηση» και η συνεργατική προσέγγιση της σχέσης με την Κίνα, αλλά και τη Δυτική Ευρώπη, ήταν υπεύθυνα για την παρακμή των Ηνωμένων Πολιτειών. Το ότι αυτές οι συνθήκες ακριβώς δόμησαν την αμερικανική ισχύ στον 21ο αιώνα και επέτρεψαν στις ΗΠΑ να διατηρήσουν τη θέση της ισχυρότερης χώρας στον κόσμο πολύ περισσότερο από όσο οι αντικειμενικές συνθήκες θα επέτρεπαν, μάλλον διαφεύγει από το νέο αμερικανό Πρόεδρο και τους υποστηρικτές του.
Πέραν της ρητορικής αυτής, ο Τραμπ φρόντισε τον Δεκέμβριο, πριν καν ακόμη αναλάβει την αμερικανική ηγεσία, να καταστρατηγήσει ένα από τα βασικά δόγματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Κίνας. Ο σεβασμός στην πολιτική της μίας και αδιαίρετης Κίνας (άρα και η μη επίσημη αναγνώριση της Ταϊβάν με κανέναν λόγο ή πράξη), αποτέλεσε, ήδη από τη δεκαετία του ʼ70, ένα από τα βασικά συστατικά της αμερικανοκινεζικής προσέγγισης που παρήγαγε τη σημερινή διεθνή οικονομική και πολιτική τάξη. Ο Τραμπ δεν δίστασε στιγμή να στείλει την προσεκτικά υπολογισμένη στρατηγική του συνόλου προηγούμενων αμερικανών Προέδρων και διπλωματών στον κάλαθο των αχρήστων, μιλώντας στο τηλέφωνο με τον Πρόεδρο της Ταϊβάν, άρα και αναγνωρίζοντας, ως εκλεγμένος Πρόεδρος, το ταϊβανέζικο κράτος. Επιπλέον, σε κομβικές θέσεις για την αμερικανική εξωτερική και διεθνή εμπορική πολιτική ο νέος αμερικανός Πρόεδρος διόρισε γνωστούς, και πολλάκις αμφισβητούμενους, πολέμιους του Πεκίνου, δίνοντας ένα σαφές μήνυμα για την πολιτική που προτίθετο να ακολουθήσει.
Σε όποια περίπτωση, η πρωτοφανής ανακάλυψη του φωστήρα που έλαχε στις ΗΠΑ να λουστούν ως Πρόεδρο και του ακροδεξιού του επιτελείου είναι ότι θα χρησιμοποιήσουν ως μέσο πίεσης γεωστρατηγικά διακυβεύματα, προκειμένου να πιέσουν την Κίνα να κάνει υποχωρήσεις στο οικονομικό και εμπορικό κομμάτι. Πέραν του γεγονότος ότι αυτή θα ήταν μια πλήρης αναστροφή της πάγιας αμερικανικής στρατηγικής καθώς, σχεδόν από την ίδρυσή τους, οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν κίνητρα εμπορικού και οικονομικού χαρακτήρα, προκειμένου να σπρώξουν άλλα κράτη στην κατεύθυνση που κάθε φορά επιθυμούν, και όχι το αντίστροφο, είναι και μια βλακώδης στρατηγική. Γιατί, εκτός αν κάποιος είναι ηλίθιος, με τη φωτιά δεν παίζεις, και δεν θυσιάζεις ποτέ βασικές συμφωνίες από τις οποίες κρέμεται η ασφάλεια και η ειρήνη του πλανήτη.
Το «κατηγορώ» Τραμπ κατά Κίνας
Η πολεμική ρητορική του Τραμπ εστιάζεται σε τρεις κεντρικές κατευθύνσεις: Καταρχήν, ότι η Κίνα ακολουθεί αθέμιτες πρακτικές στο διεθνές εμπόριο, μέσω της κρατικής ενίσχυσης με επιδοτήσεις των εξαγωγικών της εταιρειών και της επιβολής δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα και ότι κρατά, με τεχνητό τρόπο, σε χαμηλή ισοτιμία έναντι του δολαρίου το γιουάν. Στο κομμάτι της περιφερειακής πολιτικής ο Τραμπ είναι λάβρος για την προσπάθεια μονοπώλησης από του Κινέζους της Σινικής θάλασσας μέσω της δημιουργίας τεχνητών νησιών. Τέλος, κατηγορεί το Πεκίνο ότι αντί να βοηθήσει τις ΗΠΑ και τη διεθνή κοινότητα πιέζοντας τη Βόρεια Κορέα, αντίθετα, μυστικά, στηρίζει τη χώρα και τη βοηθά να σπάει το διεθνές εμπάργκο.
Για οποιονδήποτε ασχολείται, έστω και στο ελάχιστο, με τη διεθνή πολιτική είναι ξεκάθαρό ότι η Κίνα, όπως και η Ρωσία, είναι μια αναθεωρητική δύναμη που επιθυμεί, τουλάχιστον προς το παρόν, να μετατρέψει -και όχι να ανατρέψει- το διεθνές στάτους κβο υπέρ της. Τόσο η οικονομική της πολιτική όσο και η προβολή των στρατιωτικών της δυνάμεων, διεθνώς, στοχεύουν όχι μόνο στην υπεράσπιση καίριων κινεζικών συμφερόντων, αλλά και στη δημιουργία μιας συμπαγούς και συνεχούς κινεζικής ζώνης επιρροής στην Ανατολική Ασία.
Όμως, τουλάχιστον στο οικονομικό κομμάτι, οι μέχρι σήμερα κινήσεις του Τραμπ είναι δώρο εξ ουρανού στους Κινέζους. Η απόσυρση των ΗΠΑ από την εμπορική συμφωνία των χωρών του Ειρηνικού (TPP), που η κυβέρνηση Ομπάμα ξόδεψε χρόνια για να στήσει και το Πεκίνο εξίσου πολύ χρόνο και προσπάθεια για να τη σαμποτάρει, βάζει τέλος στη μόνη σοβαρή προσπάθεια αντίστασης στην κινεζική οικονομική διείσδυση στην Ανατολική Ασία. Επιπλέον, το διάστημα που θα χρειαστεί μέχρι να σχεδιαστεί μια εναλλακτική αμερικανική στρατηγική δίνει κρίσιμο χρόνο στην Κίνα να ολοκληρώσει τη δικής της έμπνευσης περιφερειακή εμπορική συμφωνία για τον Ειρηνικό (RCA).
Όσον αφορά τη Σινική θάλασσα, είναι σαφές ότι η απόπειρα της Κίνας να ιδιοποιηθεί το σύνολο του γεωγραφικού αυτού χώρου, μέσω της κατασκευής τεχνητών νησίδων στις οποίες δημιουργεί, σε πρώτο επίπεδο, στρατιωτικές βάσεις και αεροδρόμια, είναι επικίνδυνη τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Όμως, η πρακτική αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με τη συνεργασία με τις χώρες της περιοχής και τη στήριξή τους, ώστε να μπορέσουν να αντισταθούν στην κινεζική επεκτατικότητα, και σίγουρα όχι με μια στρατιωτικού τύπου αντιπαράθεση που θα οδηγούσε τους Κινέζους σε μια κούρσα εξοπλισμών και θα τίναζε στον αέρα τη σταθερότητα όλης της Ανατολικής Ασίας.
Τέλος, όσον αφορά στο γιουάν, όλες οι πρόσφατες κινήσεις της κινεζικής κυβέρνησης στοχεύουν στη στήριξη και όχι στην υποτίμησή του, καθώς η συνεχιζόμενη φυγή κεφαλαίων απειλεί το νόμισμα με αλματώδη διολίσθηση. Και είναι μάλλον χαμένος κόπος να πιέσει κανείς το Πεκίνο για τις κρατικές επιδοτήσεις που κρατούν ζωντανές πολλές από τις κινεζικές εξαγωγικές εταιρείες καθώς αν τις σταματήσει εκατομμύρια άνθρωποι θα χάσουν τις δουλειές τους και η κοινωνική και πολιτική αναταραχή που θα προκληθεί θα είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί, ακόμη και από ένα απολυταρχικό καθεστώς όπως είναι το κινεζικό.
Το χρονικό της κωλοτούμπας
Οι πρώτες κινήσεις για την αναθέρμανση των σχέσεων με το Πεκίνο, που είχαν μπει στην κατάψυξη μετά το τηλεφώνημα Τραμπ στον Πρόεδρο της Ταϊβάν, δεν έγιναν από κάποιο θεσμικό παράγοντα, αλλά από την Ιβάνκα Τραμπ. Η κόρη του αμερικανού Προέδρου είχε συμμετάσχει τον προηγούμενο μήνα σε έναν εορτασμό για το νέο σεληνιακό έτος στην κινεζική πρεσβεία. Στη συνέχεια, ανέβασε στο instagram βίντεο με την κόρη της να τραγουδά τα κινεζικά κάλαντα. Ταυτόχρονα, ξεκίνησαν ιδιωτικές επιχειρηματικές επαφές, τόσο του συζύγου της κ. Τραμπ, όσο και άλλων συμβούλων του αμερικανού Προέδρου με εταιρείες που έχουν στενούς δεσμούς με το κινεζικό κομμουνιστικό κόμμα.
Στη συνέχεια, την προηγούμενη Παρασκευή, ο σύμβουλος του Προέδρου Τραμπ για θέματα εθνικής ασφαλείας, Μάικλ Φλιν, μίλησε τηλεφωνικά με το ανώτατο στέλεχος στον τομέα της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής, Γιανγκ Ζιετσί. Την Τετάρτη, ο Φλιν παρέδωσε ιδιόχειρα στην κινεζική πρεσβεία επιστολή του αμερικανού Προέδρου με ευχές προς τον ομόλογό του για το νέο κινεζικό έτος. Τέλος, μετά την επιμονή του υπουργού Εξωτερικών, Τίλερσον, που επί τούτου επισκέφθηκε τον Λευκό Οίκο την Πέμπτη και πίεσε ασφυκτικά για την υποχώρηση Τραμπ στο ζήτημα της Ταϊβάν, ο αμερικανός Πρόεδρος, το βράδυ της Πέμπτης, συνομίλησε με τον κινέζο Πρόεδρο και ανέκρουσε, ολοκληρωτικά, πρύμναν.