Πόσο λείπει τελικά ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος
Λείπει από τον τόπο, από την Εκκλησία, από την κοινωνία, από τον απλό λαό, που βρήκε τον εκφραστή του, τον εμψυχωτή του, τον άνθρωπο στον οποίο μπορούσε να ακουμπήσει. Τον παπά που δεν δίσταζε να πει αλήθειες και δεν συμβιβαζόταν.
Είχα την ευλογία να βρίσκομαι στο πλευρό του συγκεκριμένου ανθρώπου σχεδόν από την αρχή της αρχιεπισκοπικής του θητείας μέχρι το τέλος της επίγειας ζωής του. Αναφέρομαι στον αγνό στην ψυχή ιεράρχη, που δεν δίσταζε να πει αλήθειες και δεν συμβιβαζόταν. Ήξερε πως όσο επέμενε, μιλούσε και αντιστεκόταν, τόσο πύρωναν τα βέλη που του έριχναν αυτοί που ενοχλούνταν. Ων ουκ έστι αριθμός όσοι τον πολέμησαν λυσσαλέα και εξακολουθούν να πλήττουν την υστεροφημία του.
Αυτόν τον κληρικό τον εχθρεύονταν με κάθε μέσο. Γιατί, προφανώς, δεν είχαν τα επιχειρήματα να του απαντήσουν. Χωρίς αμφιβολία, ο Χριστόδουλος άφησε ισχυρό αποτύπωμα στην πορεία τούτου του τόπου. Ανεξίτηλη σφραγίδα στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Τα λόγια του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης, αφορμή για να τον πολεμήσουν και πια αποτελούν πυξίδα για το μέλλον του Ελληνισμού. Γιʼ αυτά που ζήσαμε εννέα χρόνια από τον θάνατό του και εκείνα που θα έλθουν και, το πιθανότερο, θα τον επαληθεύσουν. Ξανά και ξανά.
Δεν θα μιλήσω για προβλέψεις του Χριστόδουλου που τον δικαίωσαν. Άλλοι θα τις αποδώσουν σε προφανείς εκτιμήσεις της σκέψης ενός συνετού μυαλού που έβλεπε μπροστά. Άλλοι ως αποτέλεσμα των πνευματικών χαρισμάτων που του πρόσφερε απλόχερα ο Θεός. Ο καθένας ας πιστέψει ό,τι μπορεί να σηκώσει η ψυχή του. Μέσα σε μερικές γραμμές προσπαθώ να μεταφέρω αυτά που εγώ έζησα κοντά του. Όπως εγώ τα έζησα. Ο Χριστόδουλος υπήρξε ένας άνθρωπος που ο Θεός του δώρισε χωρίς φειδώ τάλαντα. Τη διοικητική ικανότητα, την ευφυΐα, το χιούμορ και την υψηλή μόρφωση, για την οποία ανύστακτα μεριμνούσε και σε προχωρημένη ηλικία. Το κυριότερο που διέθετε ήταν όμως η αγνή ψυχή και η αγάπη του για την πατρίδα. Άσβεστη και ανυπόκριτη. Πήγαζε από μέσα του, δεν επιβαλλόταν από τη θέση του. Ο Χριστόδουλος όταν μιλούσε για την Ελλάδα, την Εκκλησία και τον άνθρωπο, Έλληνα και ξένο, μιλούσε από την καρδιά του. Δεν επαναπαύτηκε στο αξίωμά του. Δεν το είδε ως σκαλοπάτι κοσμικής εξουσίας, όπως έλεγαν όσοι επεδίωξαν να τον μειώσουν. Όμως ακόμη και αυτοί κατάλαβαν. Το ενδιαφέρον του για τη χώρα υπήρξε απαράμιλλο. Αποτέλεσε έμπνευση και πρότυπο για εμάς που εργαστήκαμε σκληρά δίπλα του. Να αγαπήσουμε την Ελλάδα και να αγωνιστούμε γιʼ αυτή. Να κάνουμε έργα. Να αφήσουμε υποδομές που θα στηρίζουν τον άνθρωπο. Να στηρίξουμε τον αναξιοπαθούντα, την κακοποιημένη γυναίκα, τον καρκινοπαθή, τον μετανάστη. Ο Χριστόδουλος έτεινε το χέρι στον άνθρωπο που είχε ανάγκη. Όχι όταν ο Έλληνας και ο ξένος περνούσαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες μια βαθιά ανθρωπιστική κρίση. Όχι όταν γονάτισε από τα προβλήματα και τις οικονομικές δυσκολίες η μισή χώρα. Έδωσε, μοίρασε, δημιούργησε δομές και ήθελε να αφήσει έργο για εκείνους που κανένας, τότε, δεν έβλεπε ότι είχαν ανάγκη. Εκείνη την περίοδο που η Ελλάδα ζούσε θολωμένη από την υλική αφθονία, την κίβδηλη ευμάρεια της υπερκατανάλωσης και της μέθης από τη φρενήρη «ανάπτυξη».
Πολλά από τα λόγια του επαληθεύονται μέρα με τη μέρα. Αγωνιούσε για την Ελλάδα. Να γίνονται πράγματα στη χώρα. Να στηρίζονται άνθρωποι. Να απασχολούνται με εργασία και να έχουν μισθό οικογενειάρχες. Να ζουν με αξιοπρέπεια όλοι ανεξαιρέτως. Τότε ελάχιστοι έδιναν σημασία σε αυτά, γιατί η προτεραιότητα δινόταν στο «αγαθό» και όχι τον άνθρωπο. Σήμερα πολλοί ήρθαν στη θέση εκείνων που ο Χριστόδουλος είχε την αγωνία να βοηθήσει.
Ο Χριστόδουλος δεν πρέπει να μνημονεύεται μόνο για τους λόγους που η πραγματικότητα σήμερα τον δικαιώνει. Έκανε πολλά και τεράστια έργα. Έργα σπουδαία, μέσω των οποίων και σήμερα πολλοί συνάνθρωποί μας λαμβάνουν σημαντική στήριξη. Έστω και αν δεν γνωρίζουν πως από τον ίδιο, με τη μέριμνά του και τη φροντίδα του, ξεκίνησαν και συνεχίζουν να λειτουργούν.
Στους λόγους του, πάλι, ήταν σταθερός. Δεν παρέκλινε ούτε λέξη. Όταν μιλούσε για την Ευρώπη που χάνει την ανθρωπιά και τον προσανατολισμό της, τις αξίες που χάνει η κοινωνία και το άτομο, τότε πολλοί κραύγαζαν και τον ήθελαν ως έναν «γραφικό». Επειδή επέμενε. Δεν υποχωρούσε. Καλούσε τον κόσμο να κρατήσει αναμμένο το καντήλι της ψυχής του.
Και πράγματι, σήμερα, όλοι στρέφονται, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, στο μέσα τους. Ο Χριστόδουλος το έλεγε πριν από δεκαπέντε χρόνια: «Βρείτε νόημα στη ζωή σας έχοντας ως μέτρο τον άνθρωπο και μην αφήνετε την αγορά να κρίνει τους ανθρώπους».
Η ιστορία των ταυτοτήτων και των υπογραφών δεν έγινε «για ένα κομμάτι χαρτί που στοιβάχτηκε σε ένα κοντέινερ», όπως πολλοί λέγουν. Οι ταυτότητες ήταν θέμα ιδεολογικό. Ήταν η αρχή μιας σειράς πραγμάτων που θα ακολουθούσαν και ήθελαν την Ελλάδα χωρίς την κληρονομιά της. Ποιος δεν είδε πόσο αλήθεια ήταν; Η ανάγκη των λαών, σε όλο τον κόσμο, να εκφράσουν την εθνική τους ταυτότητα δυναμώνει. Τώρα όμως είναι αργά, αφού αυτήν την ανάγκη έσπευσαν να καλύψουν με στρεβλό τρόπο ο Τραμπ στις ΗΠΑ, η Λεπέν στη Γαλλία, οι υπέρμαχοι του Βrexit κ.λπ.
Το 2004 ο Μακαριστός μιλούσε για την καταστροφή της οικογένειας. Τη διάλυση του πρώτου κυττάρου της κοινωνίας. Δεκατρία χρόνια μετά θέλουν να διδάσκεται στα σχολεία η «φυσιολογικότητα» των οικογενειών με γονείς του ίδιου φύλου και άλλα παράδοξα.
Ήταν Φεβρουάριος του 2006 όταν ο Χριστόδουλος έλεγε πως αποτελεί αίσχος να παίρνουν ως κριτήρια οι Έλληνες τι θέλουν κάθε φορά οι ντιρεκτίβες των Βρυξελλών και όχι τι επιβάλλει η ιστορική αναγκαιότητα και η παράδοση αυτού του τόπου. Πριν από δώδεκα χρόνια καλούσε τις ευρωπαϊκές ηγεσίες να παραμείνουν σταθερές στο ευρωπαϊκό όραμα των ιδρυτών της ΕΕ και «να μη μετατρέψουν την ΕΕ σε επιχείρηση που θα γίνει πεδίο θηριώδους ανταγωνισμού και η κοινωνικότητα θα αντικατασταθεί από την ωμή διεκδίκηση».
Θυμάμαι την επιστολή του Μακαριστού στον τότε πρόεδρο της Κομισιόν Μανουέλ Μπαρόζο (2005), με την οποία τον προειδοποιούσε για τη διάλυσή της αν μαζί με την ανάπτυξη της οικονομίας δεν υπάρξει μέριμνα για την ανάπτυξη της κοινωνικής συνευθύνης. Ο Χριστόδουλος από το 2001 (!) εξέφραζε την ελπίδα να μην επιτρέψουν οι πολιτικοί να μετατραπεί η ΕΕ σε ένα λόμπι συμφερόντων. «Και να το θελήσουν, δεν θα τα καταφέρουν», έλεγε.
Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα της βιοτής του Μακαριστού, των πράξεων και των λόγων του. Ο καθένας μπορεί πια εύκολα να βγάλει τα συμπεράσματά του, εάν αυτός ο παπάς υπήρξε χρήσιμος για τον τόπο και πόσο ηχηρή είναι σήμερα, όσο ποτέ, η απουσία της φωνής του.