ΟΤΑΝ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΤΟΣ ΛΕΓΕΤΑΙ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ
Ο λαοπλάνος
Ο λαοπλάνος, αφού έβαλε σημάδι στους σκοπούς του την εξουσίαν, και την ύψωσήν του, τα οποία δεν ημπορεί να απολαύσει χωρίς τη βοήθεια του ψηφοφόρου όχλου, κανονίζει τη διαγωγή του σε τρόπον, ώστε να γένη αρεστός εις τον όχλο, να γένη ο αγαπητός του, ακολούθως ο διαθέτης του.
Και τότε ναν τον κάμη ποδοστάσι.
Νʼ ανέβη, να ψηλώση, να εξουσιάση.
Γνωρίζει πολύ καλά ως από ενστίγματος ότι «όμοιος τον όμοιον αγαπά», και θεληματικώς και σκοπίμως καταβιβάζει τον εαυτόν του έως εις τον ύστερον χυδαίον, και πασχίζει να γένεται όμοιος καθόλα με αυτόν, μιμούμενος και το λεχτικό του, διά να απολαύση την αγάπη του.
– Γειά σου, αδελφέ. Μωρʼ τί διάολο τρώμε σήμερα πρώτη μέρα; (Πρώτη της σαρακοστής).
Παραδέχεται τες προλήψεις, δεισιδαιμονίες, και άλλες εσφαλμένες ιδέες και πεποίθησες του όχλου, τες οποίες όλες τες υιοθετεί και τες κάνει δικές του, ως εκείνον όπου υιοθετεί παιδί ξένο, και πασχίζει ναν το πείση, και να πεισθή κʼ εκείνος πως είναι δικό του.
–Ήθελε αρχίσω σήμερα, μα είναι Τρίτη και την Τρίτη δεν αρχίζω δουλειά. Το ʼχω από τον πατέρα μου.
Συκοφαντεί και διαβάλλει κάθε τίμιον άνθρωπον κατασταθέντα δυσάρεστον εις τον όχλο, διά την φιλαλήθειαν κʼ ελευθεροστομίαν του στα θρησκευτικά… Και είναι κάνοντας έτσι, που παίρνει θέσην υπερασπιστού και προστάτου της θρησκείας, ανάμεσα στους χυδαίους.
Απολύεται από κάθε κοινωνικήν ανασκόπησην, και θυσιάζει απέναντι της χρείας του νʼ αρέση εις τον όχλον, κάθε αίσθημα ευγενικό, την εντροπήν του προσώπου του, και την ανθρωπιά του.
Ο άξιος λαοπλάνος βάνει απάνου κʼ εφημερίδα. Και τότε γένεται φοβερός εις την κυβέρνησην, και αγαπητότατος εις τον όχλο. Τα δε αισθήματα και φρονήματά του διά τον όχλον είναι,
Την υπόληψη σου να χω,
κι ας σε πάρη ο Διάολος
Αλλά ο δυστυχής όχλος δεν εννοεί τον προδότη του λαοπλάνο, και σε πρώτη περίσταση νομίζει να βραβεύη ευεργέτην του χειροτονώντας τον δήμαρχόν του, βουλευτήν του ή ό,τι άλλο.
Αν δε ο λαπλάνος, ελέω οχλανοησίας, φθάση και στες ύψιστες θέσεις, και γένη και υπουργός βασιλέως, – Άι, τότε έχει την ευκαιρία να παστρέψη τον ορίζοντά του από τους εναντίους του, και να μείνη κύριος ανενόχλητος της εξουσίας.
Όσους τον εχρησιμέψανε ως θύματά του, διά να πατήσει απάνου τους να ψηλώση, τότε δεν τους ενοχλεί πλέον, επειδή δεν τους εχθρεύετο διόλου όταν τους εκατάστρεφε, και μόνον τους εθυσίαζε για να κάνη δουλειά του. Ως εμείς, σκοτώνοντες τα ρνίθια, δεν τα σκοτώνουμε για έχθρητα προς αυτά, αλλά διότι μας χρειάζεται το ζουμί τους.
Ο λαοπλάνος έχει πολλούς απατημένους όπου του είναι φίλοι, αλλʼ αυτός δεν είναι κανενός από αυτούς φίλος. Προάγει τους αγαπώντας τον, εν όσω η προαγωγή τους τον ωφελεί. Αλλά τους παραιτεί όταν δεν ευρίσκη πλέον ωφέλειαν εις αυτούς. Έτοιμος και ναν τους χαντακώση, αν τούτο τόνε συμφέρη.