Για το μεροδούλι…

Εκεί όμως που συχνάζει δεν συχνάζουνε λεφτάδες. Πάνε μεροκαματιάρηδες να πιούνε μια γουλιά κρασί για να πάνε τα φαρμάκια κάτω και, καθώς η μονέδα δεν τρέχει απʼ τα μπατζάκια τους, ψιλά για φιλοδωρήματα δεν περισσεύουν. Προσπάθησε να πάει και στις άλλες, τις χλιδάτες, εκεί που πάνε τα «πορτοφόλια» με την γκόμενα, εκεί που το γκαρσόνι είναι ντυμένο σαν γαμπρός κι η λουλουδού πολύ εχέμυθη. Μία και μόνη φορά το αποτόλμησε ο φουκαράς ο γεράκος να πάει σε κοσμική ταβέρνα – ήταν επειδή δεν ήξερε τη «φτιάξη». Έβαλε και το καλό του παπιγιόν, που γνώρισε νύχτες δόξας, για να είναι ευπρεπώς ενδεδυμένος και δρασκελίζοντας δύο σειρές παρκαρισμένα ΙΧ έφτασε στην πόρτα της ταβέρνας. Εκεί, ένας νταγλαράς, που στεκότανε σαν φρουρός στο Μπάκιγχαμ, τον σταμάτησε και τον ρώτησε σκαιώς πού πάει. Πήρε ο γεράκος το πιο γλυκό χαμόγελο της ζωής του και γεμάτος ευγένεια είπε στον άξεστο πορτιέρη, δείχνοντας την κιθάρα του: «Για το μεροδούλι, κύριε συνάδελφε…». Ο κύριος συνάδελφος ούτε από γλύκες σκάμπαζε, ούτε από ευγένειες, ούτε τι πάει να πει μεροδούλι. Απλώς λακωνικά του είπε «σπάσε» και επειδή ο γεράκος επέμενε προβάλλοντας επιχειρήματα, ο πορτιέρης έγινε πιο σαφής: «Φύγε, γέρο, μη σου σπάσω το κεφάλι». Και σπρώχνοντάς τον δυνατά παραλίγο να τον γκρεμίσει.

Με δακρυσμένα μάτια και πνίγοντας ένα αναφιλητό, που του ξέφυγε, γύρισε στα λημέρια του. Η πρώτη ταβέρνα που μπήκε ήταν στα μαύρα κεσάτια. Ψυχή δεν υπήρχε μέσα. Ο ταβερνιάρης με τα μούτρα κατεβασμένα καθόταν στον μπεζαχτά κι έκλαιγε τη μοίρα του. Είδε τον γεράκο που μπήκε με τη συνηθισμένη του συστολή και του είπε: «Έλα, κάτσε να σε κεράσω…». Σε κανονικές συνθήκες δεν άναβε στον άγιό του κερί. Απόψε όμως το πήρε αλλιώς. Θες επειδή η αναπάντεχη αναδουλειά ξαφνικά τον γέμισε καλοσύνη, θες επειδή σκέφτηκε μπας και κάνει ο γέρος ποδαρικό και φύγει η γρουσουζιά, τον έβαλε να καθίσει πλάι στη σόμπα και τον σέρβιρε, με όλες τις τιμές, ένα «σκέτο από γιουβέτσι» που περίσσεψε από το μεσημέρι μαζί με ένα ποτήρι ρετσίνα που τσούγκρισε μαζί του.

Κανένας δεν θα καταλάβει ποτέ πόση ευτυχία μπορεί να χαρίσει ένα πιάτο ξαναζεσταμένο φαΐ απʼ όση ένιωσε ο γεράκος. Σκέφτηκε μάλιστα πως «χορτάτος πρέπει να ήταν εκείνος που ανακάλυψε πως η Γη είναι στρογγυλή!».

Η φιλική ατμόσφαιρα του ζέστανε την καρδιά και, διώχνοντας από τη σκέψη την άθλια συμπεριφορά του πορτιέρη, βρήκε μια ακατανίκητη διάθεση για λακριντί. Ο ταβερνιάρης άκουγε υπομονετικά τις αναμνήσεις από το παρελθόν του. Ένα σατιρικό φύλλο δογμάτιζε τότε: «Είναι καλύτερο να είσαι νέος, ωραίος, υγιής και πλούσιος, παρά γέρος, άσκημος, σακάτης και φουκαράς». Και εκείνος στα νιάτα του και όμορφος ήτανε, και αθλητικός τύπος, και ματσωμένος. Είχε μάλιστα και ένα προπολεμικό κουρσάκι Όπελ κάμπριο και θέριζε στα γυναικάκια.

Τότε, ύστερα από τον εμφύλιο, η Πολιτεία πόνταρε στον τουρισμό. Παράλληλα με τα νέα ξενοδοχεία, τα «Ξενία», στράφηκαν και στα πολυτελή νυκτερινά κέντρα. Εκεί, στην αμμουδιά της Γλυφάδας, όπου υπήρχαν καμπάνες και παραθέριζαν μικροαστικές οικογένειες, στήθηκε το πρώτο ανωτάτου επιπέδου νυκτερινό κέντρο, «Τα Αστέρια», με διεθνή νούμερα και πανάκριβες τιμές. Απλησίαστο για τον πάσα ένα ήτανε. Μετά χτίστηκε το ξενοδοχείο «Μον Παρνές» στην Πάρνηθα, δεν ήταν ακόμη καζίνο, όπου λειτουργούσε ένα αξιόλογο νυχτερινό κέντρο. Όμως, λόγω δυσκολίας στην πρόσβαση, έκαναν τρισάγιο για να σταυρώσουν πελάτη. Ακολούθησε το ξενοδοχείο «Kings Palace» στο Σύνταγμα με ένα πανέμορφο νυχτερινό κέντρο και ενώ εκείνα πλήθαιναν, η κρατούσα οικονομική καχεξία τα έκανε απρόσιτα στο μεγάλο κοινό. Και τότε οι επιχειρηματίες έκαναν το μεγάλο άλμα. Καθιέρωσαν «απογευματινά τέια» με πλήρες πρόγραμμα. Με ένα τσαγάκι, μια φέτα κέικ και ένα πτι φουρ συνοδεία στο νεροζούμι, πλάκωναν με πούλμαν οι συνοικισμοί και έπαιρναν οι «προλετάριοι» μια αμυδρή ιδέα της ντόλτσε βίτα.

Εγώ ήμουν νυχτοπούλι. Σε όλα μπαινόβγαινα συνοδεύοντας κάποια αιθέρια ύπαρξη, σχεδόν καθημερινά… Μια περιουσία έφαγα τότε…

Ο ταβερνιάρης άκουγε καρτερικά, ενώ βάραιναν τα βλέφαρά του.


Σχολιάστε εδώ