Βουλή: Καταλύτης για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας
Ειδικότερα το έναυσμα ήταν η απόφαση του πρόεδρου της Βουλής κ. Βούτση για την τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής με στόχο την αναβάθμιση της νομοθετικής λειτουργίας και συνολικά του κοινοβουλευτικού έργου.
Η ανάγκη αυτή έχει άμεση σχέση με τη λειτουργία των θεσμών και όπως τόνιζε ο Ανδρέας Παπανδρέου: «Η Βουλή βρίσκεται στο πιο ορατό πεδίο της πολιτικής δράσης, σφυρηλατεί τους ακατάλυτους δεσμούς με την κοινωνία και αναγορεύει το Κοινοβούλιο ως το πρώτο και θεμελιακό βάθρο της Δημοκρατίας. Μόνο τότε αυξάνεται το κύρος και η αξιοπρέπεια του Κοινοβουλίου. Αντιπαράθεση και ποιότητα, όχι υποβάθμιση και πολιτική εξαχρείωση».
Αλήθεια, πόσο επίκαιρη αυτή η επισήμανση που έρχεται από το παρελθόν για να μας θυμίζει τον ρόλο του Νομοθετικού Σώματος ως καταλύτη για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας.
Αυτή η μεγάλη αξία για τη Δημοκρατία πρέπει να αποδεικνύεται σε όλες τις κοινοβουλευτικές λειτουργίες, είτε αφορούν συζητήσεις στην Ολομέλεια της Βουλής είτε στις επιτροπές, ειδικές θεματικές, εξεταστικές ή ζητήματα εθνικά, κοινωνικά, θεσμικά ή προβλήματα καθημερινότητας του πολίτη.
Δυστυχώς, αυτό που βλέπουμε είναι συμπεριφορές που υπερβαίνουν τα όρια, αγνοώντας το μέτρο, συζητήσεις ανερμάτιστες, ανούσιοι διάλογοι και αντιπαραθέσεις χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, που δεν αγγίζουν την κοινωνία και ξεφεύγουν από τους κανόνες πολιτικής ηθικής.
Είναι γεγονός ότι κατεπείγουσες διαδικασίες, άσχετες τροπολογίες -καθ’ υπέρβαση ρητών απαγορεύσεων του Συντάγματος-, εκτενείς και εν πολλοίς ασαφείς διατάξεις, που χρήζουν αναλυτικότατων διευκρινίσεων μέσω εγκυκλίων, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται ο νόμος, καθώς και η υποβάθμιση του κοινοβουλευτικού ελέγχου δεν τιμούν τον ρόλο του Κοινοβουλίου.
Γιʼ αυτό οι όποιες αλλαγές απαιτούν την ουσιαστική συμμετοχή των βουλευτών, τον απόλυτο σεβασμό των θεσμών, πρωτίστως, την αντίσταση σε ό,τι αντιστρατεύεται την ποιότητα της Δημοκρατίας.
Η νομοθεσία πρέπει να ακολουθεί τον ορισμό της δίκαιης κοινωνίας, να μην απορρυθμίζει τη συνοχή της, να μη δημιουργεί υλικές ανισότητες και να μην επεκτείνει τις ζώνες φτώχειας. Πρέπει να αποτυπώνει μια δημόσια πολιτική, αυτή της κοινωνικής δικαιοσύνης, πέρα και έξω από πελατειακές πρακτικές και διασφαλίσεις σταδιοδρομιών. Παράλληλα, η νομοθετική εξουσία πρέπει να αποκτήσει μια πραγματική δύναμη ελέγχου και να έχει μεγαλύτερη ελευθερία δράσης στην επεξεργασία των νόμων. Πρέπει να είναι στραμμένη στην πρόοδο και να προωθεί ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα συμβάλλουν στο ποιοτικό άλμα της πολιτικής και θα δώσουν νέα διάσταση στο πολιτικό γίγνεσθαι.
Ο κόσμος αντιλαμβάνεται ότι ζει περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας και αγωνιά για την έκβαση πολιτικών που στοιχειώνουν τη ζωή του και το μέλλον του.
Παράλληλα, η θεσμοθέτηση κώδικα ηθικής και δεοντολογίας, ως τήρηση κανόνων συμπεριφοράς απέναντι στους άκρατους λαϊκισμούς και τους έντονους ανταγωνισμούς, που έχουν διαβρωτική δύναμη σε αρχές και αξίες, θα βοηθούσε να παίξει το Κοινοβούλιο και παιδαγωγικό ρόλο στην κοινωνία.
Γνωρίζουμε ότι η δεοντολογία ως κανόνας έχει πανάρχαιες ρίζες και γιʼ αυτό διαχρονική αξία. Θυμίζουμε τον όρκο του Ιπποκράτη, τα Ηθικά Ευδήμεια του Αριστοτέλη, στην περίοδο του Διαφωτισμού τον Τζέρεμι Μπένθαμ και αργότερα τον γερμανό φιλόσοφο Καντ στην «Κριτική του καθαρού λόγου». Επίσης ο Μαρξ και ο Γκράμσι απέδιδαν μεγάλη σημασία στη δεοντολογία με την πρόταξη της σοσιαλιστικής ηθικής σε κάθε προσπάθεια μετεξέλιξης της κοινωνίας.
Άλλωστε η ηθική δεν είναι ανεξάρτητη από την πολιτική αλλά και η πολιτική εξαρτάται από την ηθική και ως προς τις κατευθύνσεις και ως προς τα μέσα.
Κλείνοντας να θυμίσω ότι η Πραξαγόρα στην κωμωδία του Αριστοφάνη, όταν ρωτήθηκε μετά την εκφώνηση λόγου πού έμαθε να μιλάει, απάντησε: «Στην Εκκλησία του Δήμου».