Φερέφωνα
Έναν ψευδεπίγραφο ρεαλισμό απέναντι σε αλλοδαπούς και ημεδαπούς. Τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι τους απεχθάνονται και τους σιχαίνονται, με τη διαφορά ότι οι πρώτοι έχουν την ευχέρεια να τους χρησιμοποιούν, εφόσον εξυπηρετούν τις παράνομες βλέψεις τους και τα ειδεχθή συμφέροντά τους.
Σημειώνω ότι έχω απολαύσει κατά καιρούς σε τηλεοπτικές εκπομπές του Μάκη Κουρή και του Αιμίλιου Λιάτσου ένα θρασύτατο άτομο που «ξεφύτρωσε από τα βοσκοτόπια του μιντιακώς κατασκευασθέντος κόμματος του Ποταμιού» («Εφημερίδα των Συντακτών» της Πέμπτης με τη γραφίδα του Γιώργου Σταματόπουλου.)
Ο εν λόγω ονομάζεται Ιάσων Φωτήλας. Φέρει δηλαδή το βαπτιστικό όνομα του μοναδικού σκύλου ράτσας που μας χάρισε ένας ανιψιός της γυναίκας μου και το ιστορικό επώνυμο της οικογένειας Φωτήλα. Ο αείμνηστος φίλος μου Ασημάκης Φωτήλας κατοικούσε στην οδό Ασημάκη Φωτήλα 3 της Πάτρας, άρα ο παππούς του με το ίδιο ονοματεπώνυμο υπήρξε διάσημος. Αναφέρω αυτήν τη λεπτομέρεια για να καταδείξω ότι και η οικογένεια Φωτήλα –εκτός από τις οικογένειες Παπανδρέου, Μητσοτάκη και Καραμανλή– συγκαταλέγεται στις μεγάλες οικογένειες, τις οποίες πρώτος ευτέλισε ο ιδρυτής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης.
Επανέρχομαι, με τη βοήθεια του Γιώργου Σταματόπουλου –εμπνευστή αυτού του κειμένου– στον περιβόητο Ιάσονα Φωτήλα. Ο οποίος ανακράζει ότι «ρεαλιστής δεν είναι αυτός που πάει όπου φυσάει ο άνεμος, αλλά αυτός που ζυγίζει τις καταστάσεις, κατασκοπεύει πού είναι το προσωπικό του συμφέρον, αδιαφορεί (;) γιʼ αυτούς ΠΟΥ ΤΟΝ ΨΗΦΙΣΑΝ (τα κεφαλαία δικά μου), επειδή ήταν υποψήφιος με το συγκεκριμένο κόμμα […]». («Ο φέρελπις πολιτικός θεωρεί λαϊκιστή αυτόν που κολακεύει και ταυτόχρονα ρητορεύει, που δημαγωγεί και απευθύνεται στα ʽʽχαμηλάʼʼ ένστικτα του λαού –ενώ αυτός… α, πα, πα, μακριά από τέτοια, μακριά από τα κατώτερα μέρη της κοιλίας και του νου, φτου, φτου…».)
Και παραθέτω το ακόλουθο ακόμα κομμάτι: «Ο ρεαλιστής, λένε, οργανώνει τη σκέψη του επιστημονικά, πιστεύει σʼ έναν κόσμο χωρίς προκαταλήψεις και πάθη, δίχως εθνικιστικές κορόνες και πατριωτικές αναφορές, εθνικές ʽʽανοησίεςʼʼ και διάφορα άλλα σκοταδιστικά. Αλλά ο ρεαλιστής χρησιμοποιεί ακριβώς ό,τι κατηγορεί και βδελύσσεται. Είναι κόλακας, λείχει την εξουσία, προπαγανδίζει την ʽʽιδεολογίαʼʼ του, δημαγωγεί ασύστολα και ρητορεύει καθημερινά σχεδόν στα τηλεοπτικά παράθυρα (ξέρει ότι εκεί είναι το ζουμί της πολιτικής – στην αναγνώριση από το πόπολο της μάσκας του πολιτικού), αποφεύγει να συγκρουστεί με τα ιερατεία. Η δομή του είναι έτοιμη προτού καν βγει στον στίβο της πολιτικής. Τώρα τι εννοεί ότι είναι υπέρ των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, ο θεός κι η ψυχή του».
Το μακράν αξιολογότερο τμήμα του άρθρου του Γιώργου Σταματόπουλου με τίτλο «Ρεαλιστές, λαϊκιστές και λίγα ακόμη» είναι το τέλος του, δεν θα το μνημονεύσω όμως. Ο μέγας αυτός διανοητής μου πρόσφερε –εν αγνοία του, βέβαια– διέξοδο με όσα ήδη παρέθεσα, υποφέροντας από υψηλό πυρετό.
Ο υψηλός πυρετός είναι αιτία να κλείσω το σημερινό άρθρο με απόσπασμα από σχόλιό μου που μεταδόθηκε στις 5 Απριλίου του 1969 στην ελληνική εκπομπή της Ντόιτσε Βέλε με τίτλο «Ο κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ Σεφέρης σπάει τη σιωπή του»:
Το σύστημα ηθικών αξιών είναι μέγεθος μεταβλητό. Παραλλάζει ανάλογα με τον εκάστοτε πολιτισμό, το γεωγραφικό μήκος και πλάτος και την ιστορική στιγμή. Οι έννοιες του καλού και του κακού είναι έννοιες σχετικές. Υπόκεινται στους ιστορικούς νόμους που με τη σειρά τους προσδιορίζουν την κρατούσα φιλοσοφική αντίληψη για τον άνθρωπο, τον κόσμο και την υπερβατολογική σχέση με το επέκεινα. Το ΑΓΑΘΟΝ, όπως το σημασιολόγησαν οι αρχαίοι σοφοί και ιδιαίτερα ο Πλάτων, είναι νόημα αφηρημένο που μόνο φορμαλιστικά μπορεί να αντιμετωπιστεί. Έτσι μονάχα μπορεί να διατηρήσει την απόλυτη ισχύ του. Απʼ τη στιγμή που επιχειρούμε να του προσδώσουμε συγκεκριμένο περιεχόμενο το παραπέμπουμε αυτόματα στη δικαιοδοσία του ιστορικού γίγνεσθαι, πάει να πει τη σχετικοποιούμε. Αυτό το αντιλήφθηκε καλύτερα από κάθε άλλον ο γερμανός φιλόσοφος Καντ, που η κατηγορική προσταγή του αποτελεί θρίαμβο της φορμαλιστικής ηθικής.
Η ηθική είναι πρακτική φιλοσοφία. Έχει αυτονομία και αυθυποστασία και είναι ανεξάρτητη από τη μεταφυσική ή τη θρησκεία. Ηθικές ή ανήθικες δεν είναι μόνο οι πράξεις των ανθρώπων αλλά και οι παραλείψεις τους. […] Ο Γιώργος Σεφέρης χρειάστηκε 23 μήνες και 8 ημέρες για να πάρει θέση απέναντι στο δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών, χρονικό διάστημα απαράδεκτα μεγάλο. Ωστόσο, έστω και αργά, έσπασε τη σιωπή του και, όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως, με τρόπο αρκετά κατηγορηματικό.
Κανένας δεν είπε στους πνευματικούς ανθρώπους πως είναι υποχρεωμένοι να κατεβούν στον πολιτικό στίβο και να διεκδικήσουν αξιώματα. Εκείνο που δεν τους επιτρέπεται, όμως, είναι η πολυτέλεια του αναχωρητισμού, η πολυτέλεια της αδράνειας, της σιωπής και της αδιαφορίας.
Καμιά κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να ταυτίζεται με το έθνος. Πολύ λιγότερο προδήλως μια δικτατορική κυβέρνηση μειοψηφίας που υφάρπαξε με τη βία την εξουσία.
Η αντίδραση των κρατούντων και των τυφλών δημοσιογραφικών τους οργάνων στην ανακοίνωση του Γιώργου Σεφέρη υπήρξε ξεδιάντροπη. Η επανάληψη του «ο κύριος Σεφέρης ή Σεφεριάδης» για πρόσωπο που είναι στα πέρατα του κόσμου γνωστό μόνο με το όνομα Σεφέρης, για να το πω ήπια, μαρτυράει απώλεια του μέτρου. Όσο για τη δηκτική παρατήρηση, ότι με την ανακοίνωσή του θέλησε να αντιρροπήσει και να εξουδετερώσει τον αδυσώπητο νόμο της φθοράς και της λησμοσύνης, που είναι, όπως αναίσχυντα τόνισαν, «παρακολουθήματα της εκ βιολογικών και ουχί άλλων αιτίων πνευματικής στειρώσεως και απουσίας του εκ του λογοτεχνικού στίβου». Δεν χρειάζεται να σημειώσω απολύτως τίποτα. Μόνο πως ο τρόπος γραφής του προϋποθέτει συγκινησιακά δεδομένα, ανύπαρκτα σε περιόδους πνευματικής καραντίνας.
Χαιρετίσματα θερμά στον πρώην κομμουνιστή και διευθυντή του «Ελεύθερου Κόσμου» Σάββα Κωνσταντόπουλο, που θα προσπαθήσει από αύριο να μπαλώσει τα αμπάλωτα.