Με νέο Μνημόνιο θα πληρώσουν οι Ελληνοκύπριοι τη λύση του νέου «Σχεδίου Ανάν»

Η οικονομική πτυχή της λύσης αποτελεί μια από τις πιο δύσκολες και ευαίσθητες πτυχές της διαδικασίας λύσης του Κυπριακού, καθώς αφορά όχι μόνο το ζήτημα των αποζημιώσεων στο περιουσιακό, αλλά την κατασκευή υποδομών και τις παρεμβάσεις για τη συμβατότητα των δικτύων και υποδομών μεταξύ των δύο συνιστώντων κρατιδίων, την οργάνωση, τη στελέχωση και τον εξοπλισμό της νέας ομοσπονδιακής κυβέρνησης και διοίκησης και, φυσικά, τη σύγκλιση της οικονομίας του τουρκοκυπριακού συνιστώντος κρατιδίου με εκείνη του ελληνοκυπριακού.

Ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζ. Κλ. Γιούνκερ υποσχέθηκε στη Γενεύη ότι η ΕΕ θα συνδράμει με 3,1 δισ. ευρώ, ποσό που είναι πολύ μικρό και είναι αμφίβολο εάν και πότε θα εκταμιευθεί από τα ευρωπαϊκά ταμεία, τη στιγμή όμως που οι ανάγκες θα είναι άμεσες.

Χωρίς να έχει προβλεφθεί η κάλυψη της χρηματοδότησης των ρυθμίσεων στο περιουσιακό, θα δημιουργηθούν ανυπέρβλητα εμπόδια όχι μόνο μετά τη λύση αλλά και πριν από τα δημοψηφίσματα, καθώς κανείς δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζει εάν θα του επιστραφεί η περιουσία του ή ποια αποζημίωση θα λάβει, ενώ και οι Τουρκοκύπριοι και οι έποικοι που θα μετακινηθούν δεν θα γνωρίζουν εάν και πότε θα αποζημιωθούν για την επανεγκατάστασή τους. Οι πολύπλοκες ρυθμίσεις για το περιουσιακό και η παραπομπή της απόφασης για τη «θεραπεία» που θα επιλεγεί για κάθε νόμιμο ιδιοκτήτη (επιστροφή, αποζημίωση, ανταλλαγή κ.ά.) σε ειδική επιτροπή ενδέχεται να αποτελέσουν θρυαλλίδα εντάσεων και υπονόμευσης της εφαρμογής της λύσης.

Είναι επίσης άγνωστο τοπίο η κατάσταση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στα Κατεχόμενα, όπου είναι μεγάλο το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ πολλά δάνεια έχουν δοθεί με εγγυήσεις καταπατημένες ελληνοκυπριακές περιουσίες, πολλές από τις οποίες είναι υπό επιστροφή. Επίσης μεγάλο θέμα αποτελεί το μαύρο χρήμα το οποίο διακινείται μέσω των τραπεζών στα Κατεχόμενα.

Ένα ξεχωριστό ζήτημα είναι η τύχη των δανείων που έχουν λάβει τα Κατεχόμενα από την Τουρκία, ύψους σχεδόν 15 δισ. ευρώ, καθώς εάν δεν διαγραφούν θα επιβαρύνουν την ενιαία οικονομία του ομόσπονδου κράτους, συνεπώς και τους Ελληνοκύπριους.

Η απόλυτη σιωπή που έχει επιβληθεί στο θέμα της οικονομικής πτυχής είναι για να καλυφθεί το απόλυτο κενό στο οποίο κινούνται όλοι οι σχεδιασμοί, ενώ επιχειρείται και ο εκβιασμός της τελευταίας στιγμής, όπου, φυσικά, όλοι οι παράγοντες θα δηλώνουν ότι δεν μπορεί να αφεθεί να καταρρεύσει μια «ιστορική συμφωνία» για μερικά δισεκατομμύρια, τα οποία όμως δεν θα είναι διατεθειμένος να προσφέρει κανείς.

Σε ένα τέτοιο αδιέξοδο θα επανέλθουν οι γνωστές θέσεις, που έχει υποστηρίξει και ο ίδιος ο Άιντα στο παρελθόν, για χρηματοδότηση της λύσης από τα οφέλη της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου. Μια θέση απαράδεκτη, καθώς ουσιαστικά καλείται η Κυπριακή Δημοκρατία και οι Ελληνοκύπριοι να πληρώσουν οι ίδιοι το κόστος της τουρκικής εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής, για δεύτερη φορά…

Έτσι, πιθανότατα, η μόνη επιλογή είναι ένα νέο Μνημόνιο και μάλιστα τη στιγμή που η Κύπρος, με μεγάλες θυσίες, έχει βγει από το πρόγραμμα και αντιμετωπίζει με επιτυχία την έξοδο στις αγορές και την ανόρθωση της οικονομίας της.

Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση από την ΕΕ, όπως ανέφερε ο «Φιλελεύθερος», η εισήγηση Γιούνκερ βασίζεται στο άρθρο 22 του Κανονισμού 1311/2013 για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) 2014-2020, που προβλέπει ότι σε «περίπτωση επανένωσης της Κύπρου μεταξύ του 2014 και του 2020, το ΠΔΠ αναθεωρείται ώστε να ληφθούν υπόψη η διεξοδική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος και οι πρόσθετες χρηματοοικονομικές ανάγκες που θα προκύψουν από την επανένωση». Η απόφαση αυτή απαιτεί, φυσικά, την ομόφωνη έγκριση των κρατών-μελών της ΕΕ.

Υπενθυμίζεται ότι το 2004, στο Σχέδιο Ανάν, όταν είχε υπολογισθεί από την κυπριακή κυβέρνηση το κόστος της λύσης σε 11-13,5 δισ. ευρώ, η ΕΕ εσκεμμένα περιόριζε το κόστος σε 2 δισ. (αφήνοντας την κάλυψη της ανοικοδόμησης και των αποζημιώσεων στο ομόσπονδο κράτος), ώστε η οικονομική συμβολή της ΕΕ να περιορισθεί στα 306 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 259 εκατ. θα δίνονταν στην τουρκοκυπριακή πλευρά. Ποσό που δόθηκε τελικά στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, στο πλαίσιο χρηματοδοτικού κανονισμού.

Η Βρετανία είχε προσφέρει 31 εκατ. λίρες, η Νορβηγία και το Λιχτενστάιν 4,7 εκατ. ευρώ, η Σουηδία 600 χιλ. ευρώ, η Φινλανδία 500 χιλ. ευρώ, ενώ οι ΗΠΑ είχαν προσφέρει 400 εκατ. δολάρια…

Σύμφωνα με τον «Φιλελεύθερο», η ίδια η Κομισιόν ήγειρε θέμα νέου προγράμματος προσαρμογής για την Κύπρο σε ενημερωτικό δελτίο που εξέδωσε τις ημέρες που ήταν σε εξέλιξη οι συνομιλίες της Γενεύης. Σύμφωνα με το fact sheet, η Κομισιόν απηύθυνε το ερώτημα για το κατά πόσον η Κύπρος «μετά τη λύση θα χρειαστεί ένα νέο οικονομικό πρόγραμμα προσαρμογής (σ.σ.: Μνημόνιο)», σπεύδοντας να συμπληρώσει ότι «οι οικονομικές προοπτικές της Κύπρου αφορούν την ίδια την Κύπρο και τις πολιτικές αποφάσεις που θα λάβει η χώρα».

Γενικότερα πάντως και σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι «η επανένωση θα ανοίξει νέους ορίζοντες για την οικονομία και θα επιφέρει τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης», προσθέτοντας ότι «η ΕΕ είναι δεσμευμένη να βοηθήσει την Κύπρο να προετοιμαστεί για την ενοποίησή της».

Κωνσταντίνος Τσάκαλος


Σχολιάστε εδώ