Κοσμικότητες

Εν πάση περιπτώσει, επειδή ζούμε σε έναν ελαφρώς αλλοπρόσαλλο κόσμο και μοναδικός μας συνομιλητής στην κοινωνία ούτε ο κύριος Ζαμπούνης είναι ούτε κάποιος από τους μύστες του «οδηγού καλής συμπεριφοράς», παραβλέπουμε το θυμώδες ύφος του καλούντος και μπαίνουμε αμέσως στο ψητό. Εν ολίγοις, μας κάκιζε με δικά του λόγια ότι περί πολλά ασχολείται και τυρβάζει η στήλη, αλλά ουδέποτε ασχολήθηκε με την κοσμική κίνηση της παλιάς Αθήνας, γεγονός φοβερό κι αξιοκατάκριτο.

Πράγματι αποφύγαμε την εξιστόρηση συμβάντων από τις κοσμικότητες εκείνης τις εποχής διότι δεν θέλαμε να μπλέξουμε με τα ονοματεπώνυμα εκείνων των χρόνων. Εκτός αυτού, οι τυχόν κοσμικές «αμαρτίες γονέων» θα «παίδευαν τα σύγχρονα τέκνα» που ζουν και κινούνται ανάμεσά μας και δεν χρωστάνε τίποτα να πληρώνουν για τους προγόνους τους. Εξομολογούμαι ότι υπήρχε ακόμη ένας ισχυρός και κεφαλαιώδης λόγος που δεν καταπιαστήκαμε ποτέ με το θέμα. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά σχετικά με τις κοσμικότητες είχαμε μαύρα μεσάνυχτα. Πώς να καλύψεις την άγνοιά σου και να μιλήσεις για κάτι που δεν ξέρεις; Ούτε ένας οικονομολόγος δεν θα υπέκυπτε σε παρόμοιο πειρασμό. Πάντως, επειδή δεν μπορούμε να δυσαρεστήσουμε τον κύριο του τηλεφωνήματος (μην έρθει και μας δείρει), θα ικανοποιήσουμε, κατά δύναμιν, την επιθυμία του. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως πάνω από έναν αιώνα η κοσμική ζωή είχε πρωτεύοντα ρόλο στην καθημερινότητα της κοινωνίας και ειδικά της κοινωνίας της ανωτέρας τάξεως. Τα σπίτια των μεγαλοαστών είχαν καθιερώσει τις ζουρ φιξ και άπαξ της εβδομάδος δέχονταν τους φίλους σε βεγγέρες, όπου είτε χαρτόπαιζαν είτε κατέληγαν σε φιλολογική βραδιά με την ανάγνωση του έργου ενός πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή, που κάποια από τις κυρίες είχε ντράβαλα μαζί του. Έτσι η εβδομάδα καλυπτόταν και κανείς δεν έπληττε.

Τη μεθεπόμενη, στον ημερήσιο Τύπο, στη στήλη με τα κοσμικά -διότι τότε οι εφημερίδες μαζί με τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία είχαν στήλη με την κοσμική κίνηση- που υπέγραφε κάποια «μονταίν», είχε λεπτομερές ρεπορτάζ της ζουρ φιξ. Οι κολακευτικές περιγραφές για την αμφίεση, την κόμμωση και την εμφάνιση κάθε μανταμίτσας δεν είχαν όρια. Και αν ο δημοσιογράφος έπαιρνε το κατιτίς του, το ρεπορτάζ μεταβαλλόταν σε σκέτο ύμνο…

Εκτός όμως από τα αρχοντικά και τις ξεπερασμένες ζουρ φιξ, που ανήκουν σε ένα απώτατο παρελθόν, το μεγάλο νταλαβέρι γίνονταν διαχρονικά στα λεγόμενα κοσμικά κέντρα, στα πολυτελή μαγαζιά, με τους στυλέ μετρ και τα ντυμένα σαν γαμπρούς γκαρσόνια, τα πανάκριβα μενού, τα διεθνή νούμερα και τις διάσημες ορχήστρες, τις λουλουδούδες και τον κόσμο ολόκληρο της νύχτας. Ας θυμηθούμε μερικά: Το «Σε νου», η «Μπλε αλεπού», το «Μαξίμ», η «Φέμινα», και πληθώρα άλλων, όπου σύχναζαν μόνιμοι πελάτες οι οποίοι ξεζούμιζαν την πατρική περιουσία. Ήσαν και κάτι μεσήλικες με φουσκωμένο πορτοφόλι που το παίζανε τζόβενα με τις αρτίστες. Τότε, τα μουσικά θέατρα της Αθήνας και τα κοσμικά κέντρα καλούσαν διάσημους καλλιτέχνες από το εξωτερικό και εμπλούτιζαν το πρόγραμμά τους. Έφερναν τα «ροζ μπαλέτα» και διάφορα χορευτικά από το Παρίσι ή φημισμένους τραγουδιστάδες. Μεταξύ πολλών άλλων, ήρθε τυλιγμένος στο τεράστιο κασκόλ του ο Ζορζ Γκεταρί, ο ελληνικής καταγωγής τραγουδιστής, το πρώτο όνομα διεθνώς. Ήρθε η εξωτική Σαρίτα Μοντιέλ, που χάλαγε κόσμο, με την ωραία ανθοπώλη, τη «Βιολετέρα», που διακωμώδησε η Γεωργία Βασιλειάδου. Και έγινε σούσουρο με το σκανδαλάκι του Γεωργίου Παπανδρέου (παππού) και τη διάσημη τραγουδίστρια Ροζίτα Σεράνο, που μεσουρανούσε και εμφανιζόταν με τεράστια επιτυχία στο κέντρο «Αριζόνα». Φεύγοντας από το σπίτι του Παπανδρέου, όπου γλέντησαν μαζί με μερικούς άλλους καλλιτέχνες, σουρωμένη προφανώς, η Ροζίτα τράκαρε το αυτοκίνητο που οδηγούσε. Κανένας ευτυχώς, πλην της φήμης του Παπανδρέου, δεν τραυματίστηκε…

Αλλά τους παρέλαβαν οι εφημερίδες και έγινε το σώσε. Στο πέρασμά της από την Αθήνα άφησε το όνομα μιας πάστας, της σεράνο, που ένας ζαχαροπλάστης δημιούργησε προς τιμήν της, το διαζύγιο του Γεωργίου Παπανδρέου με την Κυβέλη, έναν τρελό έρωτα με κάποιον νεαρό ανθυποπλοίαρχο, που έγινε αφορμή να γραφτεί το τραγούδι «Θα φύγω» του Χρήστου Χαιρόπουλου, και άλλα σκανδαλάκια που διασκέδαζαν τους Αθηναίους, καθώς κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα αλατισμένα.

Και έλεγε ο μακαρίτης Χαιρόπουλος: «Έγραψα εκατοντάδες τραγούδια για κάθε λογής γυναίκες. Για χάρη της Ροζίτας έγραψα κι ένα τραγούδι για… ανθυποπλοίαρχο!».


Σχολιάστε εδώ