Η Ελλάδα αντιμέτωπη με μια πολύ δύσκολη στιγμή της μεταπολιτευτικής της ιστορίας

Το ΔΝΤ για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα θεωρεί ότι πρέπει το δημόσιο ελληνικό χρέος να είναι βιώσιμο. Αυτό θα μπορούσε να προκύψει μόνο με την ύπαρξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% τουλάχιστον για μια δεκαετία, κάτι που το ΔΝΤ θεωρεί ανέφικτο για την ελληνική οικονομία (IMF, Country Report 16/130, May 2016 ). Για τον λόγο αυτό προτείνει μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα και μεσοπρόθεσμα μέτρα αναδιάρθρωσης, συμβατά με τα προτεινόμενα μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό όμως δεν το δέχεται η γερμανική κυβέρνηση, τουλάχιστον για την περίοδο μέχρι το 2018, όταν θα λήξει το παρόν πρόγραμμα, οπότε είναι διαθέσιμη να το συζητήσει. Ακόμη το ΔΝΤ θεωρεί ότι για να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% τουλάχιστον την περίοδο 2018-2020 θα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να λάβει περαιτέρω μέτρα, τα οποία επικεντρώνει στη μείωση του αφορολογήτου και στη μείωση των συ­ντάξεων (ειδικά στοχεύει στην άμεση εξαφάνιση της προσωπικής διαφοράς των σημερινών συνταξιούχων). Η γερμανική κυβέρνηση δεν φαίνεται να είναι αντίθετη με αυτό, αλλά δεν θα ήθελε να έρθει σε ευθεία ρήξη με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία έχει διαφορετικές εκτιμήσεις, σε σχέση με το ΔΝΤ, ως προς τη δυνατότητα επίτευξης των πρωτογενών πλεονασμάτων τουλάχιστον μέχρι το 2020. Η ελληνική κυβέρνηση από τη μεριά της θεωρεί ότι πρέπει να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα και να προχωρήσουν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, κάτι που προσκρούει στις αντιρρήσεις της γερμανικής κυβέρνησης. Παράλληλα, δεν δέχεται τις απαιτήσεις του ΔΝΤ για τις αλλαγές στην αγορά εργασίας, ούτε τις αιτιάσεις του για τη μη βιωσιμότητα του νέου ασφαλιστικού συστήματος. Τέλος, δεν συμφωνεί με την απαίτηση του ΔΝΤ περί μείωσης του ύψους του αφορολόγητου επειδή μόνο το 50% των ελλήνων φορολογείται με το παρόν ύψος του αφορολόγητου.

Το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου επιβεβαίωσε με τον μέγιστο δυνατό τρόπο τη συνέχιση του αδιεξόδου.

Οι επικοινωνιακές κινήσεις του πρωθυπουργού της Ελλάδος, ο οποίος τόνισε πως δεν προτίθεται να ψηφίσει ούτε ένα ευρώ νέα μέτρα, σαφέστατα δεν φόβισαν κανέναν από τους ευρωπαίους υπουργούς των Οικονομικών στη συνεδρίαση του Eurogroup.

Ούτε οι αιτιάσεις του έλληνα υπουργού των Οικονομικών για το ότι η ψήφιση μέτρων για το 2019 βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την ευρωπαϊκή δημοκρατική τάξη ανησύχησαν τους ευρωπαίους υπουργούς των Οικονομικών (μόνο ο γάλλος υπουργός συμπαραστάθηκε στον έλληνα συνάδελφό του).

Επίσης οι ευρωπαίοι υπουργοί δεν φαίνεται να ανησύχησαν καθόλου με τις σχετικές πληροφορίες που διέρρευσαν (φαντάζομαι σκοπίμως) στον Τύπο αναφορικά με την έκθεση του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και σύμφωνα με τις οποίες το ελληνικό χρέος δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο ακόμη και αν υιοθετηθεί το δημοσιονομικό μονοπάτι που προτείνει ο Β. Σόιμπλε, δηλαδή πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% για περίοδο δέκα ετών.

Εάν η θέση αυτή υιοθετηθεί από το εκτελεστικό συμβούλιο του ΔΝΤ στις αρχές Φεβρουαρίου, αποκλείεται η συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση και φέρνοντας σε πολύ δύσκολη θέση όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και τη Γερμανία.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, εν μέσω των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η επιμονή του Ταμείου σε αυτήν την τοποθέτηση και η επιμονή της πλευράς του γερμανικού ΥΠΟΙΚ στη δική της θέση συντηρούν τον πυρήνα της πολιτικής διαφωνίας μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας για την περίοδο μετά τη λήξη του ελληνικού προγράμματος.

Πρόκειται για παράμετρο που έχει επισημάνει επανειλημμένα η ελληνική κυβέρνηση, αποκρούοντας αιτιάσεις περί δικών της ευθυνών για κωλυσιεργίες στο κλείσιμο της αξιολόγησης. Βεβαίως, η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Κάθε άλλο!

Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Ακόμη και αν η ελληνική κυβέρνηση υποχωρήσει σε όλα και αποδεχτεί τα πάντα, πώς μπορεί να προχωρήσει το πρόγραμμα, αφού η διαφορετική εκτίμηση μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους παραμένει;

Νομίζω ότι ο γερμανός υπουργός Οικονομικών θεωρεί ότι μπορεί να κερδίσει σε κάθε περίπτωση. Αν η Ελλάδα δεχτεί αυτά που επιθυμεί το ΔΝΤ (και παράλληλα επιθυμεί και ο Σόιμπλε), αλλά η Γερμανία δεν δεχτεί την προτεινόμενη από το ΔΝΤ αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, δεν θα έχει πρόβλημα να αποταθεί στο γερμανικό εκλογικό σώμα και να υποστηρίξει ότι επέτυχε την επιθυμητή δημοσιονομική προσαρμογή (πλεονάσματα 3,5% για πάνω από δέκα χρόνια, μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων), επιβάλλοντας την απόλυτη κυριαρχία του στην Αθήνα, ενώ αντιστάθηκε στις παράλογες και λανθασμένες αιτιάσεις του ΔΝΤ για αναδιάρθρωση το ελληνικού δημοσίου χρέους. Επομένως, το πρόγραμμα θα μπορούσε να συνεχισθεί και χωρίς το ΔΝΤ (αφού αυτό επιτέλεσε τον ρόλο του), και μάλιστα, αν χρειασθεί, με ένα νέο πρόγραμμα, καθαρά ευρωπαϊκό. Άλλωστε ο Ντάισελμπλουμ στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου δήλωσε ότι «αν παραστεί ανάγκη για βοήθεια σε κάποια χώρα της Ευρωζώνης, είμαστε έτοιμοι να το κάνουμε μόνοι μας και χωρίς το ΔΝΤ».

Αν οι παραπάνω εκτιμήσεις έχουν κάποιον βαθμό αληθοφάνειας, η Ελλάδα -με όλους τους τρόπους- βρίσκεται στριμωγμένη στη γωνία και με την «μπότα» των δανειστών να την πιέζει δυνατά στον λαιμό. Η Ελλάδα, πραγματικά, βρίσκεται αντιμέτωπη, και για άλλους λόγους βεβαίως, με μια πολύ δύσκολη στιγμή της μεταπολιτευτικής της ιστορίας.

ΥΓ.: Τα πολιτικά κόμματα περί άλλα τυρβάζουν.


Σχολιάστε εδώ