Γερμανική ανατροπή

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο Γκάμπριελ προτίμησε να αποχωρήσει παρά να πάει στις κάλπες, με σημαντική μερίδα του κόμματος του να τον υπονομεύει.

Το παράδοξο στην εξέλιξη αυτή είναι ότι ο Γκάμπριελ, στην τετραετία που μας πέρασε, πέτυχε το μεγαλύτερο μέρος των στόχων του. Διασφάλισε την υλοποίηση του συνόλου των πολιτικών δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι Χριστιανοδημοκράτες έναντι του SPD, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη δημιουργία του μεγάλου συνασπισμού, «κέρδισε» τη Μέρκελ στον πόλεμο τακτικής γύρω από τη διαδοχή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, επέβαλλε τον σοσιαλδημοκράτη Στάινμαγερ, και ήταν, γενικότερα, ένας επιτυχημένος υπουργός Οικονομίας. Όμως, έχασε σε δύο μέτωπα: Καταρχήν, δεν μπόρεσε να βγάλει το SPD από το «γκέτο» του 25% (του ποσοστού στο οποίο το κόμμα έχει περιοριστεί από το 2009). Ακόμη σημαντικότερα, ο Γκάμπριελ δεν κατάφερε να ενώσει τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα εντός του SPD και να ορίσει με επιτυχία μια νέα κοινή, ενωτική ταυτότητα.

Ήδη, από την αρχική έγκριση των σκληρών εργατικών μεταρρυθμίσεων της «Ατζέντα 2010» του πρώην καγκελαρίου και ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών, Σρέντερ, είχε ξεκινήσει η μάχη χαρακωμάτων στο εσωτερικό του SPD. Και ναι, μεν, τα μέτρα Σρέντερ άλλαξαν τον ρου της γερμανικής οικονομίας και έβαλαν τα θεμέλια για τη σημερινή γερμανική οικονομική ισχύ, όμως, ταυτόχρονα, χτύπησαν καταλυτικά την εργατική και μικρομεσαία τάξη.

Ιδιαίτερα, από την απόλυτη επικράτηση της Άνγκελα Μέρκελ στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό και έπειτα, οι Σοσιαλδημοκράτες φαίνεται να προσπαθούν απεγνωσμένα να βρουν ρόλο και ταυτότητα. Από τη μία η Μέρκελ, μεθοδικά κι αποφασιστικά, έστρεψε τους Χριστιανοδημοκράτες προς το κέντρο, από την άλλη η νεοπαγής Ακροδεξιά «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), φαίνεται να είναι η μόνη δύναμη που κεφαλαιοποιεί τη λαϊκή αγανάκτηση για τη συνεχιζόμενη λιτότητα, «κλέβοντας» τον παραδοσιακό ρόλο της Αριστεράς. Στη μέση, σάντουιτς, το SPD δεν πείθει πλέον ούτε ως Κέντρο ούτε ως Αριστερά, ακόμη και στη «λάιτ» εκδοχή της.

Ο ελπιδοφόρος Σουλτς

Ο Μάρτιν Σουλτς, με βεβαιότητα, ανήκει στην κεντρώα και όχι στην, όλο και πιο διεκδικητική, αριστερόστροφη πτέρυγα του SPD. Οι υποστηρικτές του, όμως, εκτιμούν ότι έχει χαρακτηριστικά που μπορούν να τον κάνουν αρεστό στα ευρεία εργατικά και λαϊκά στρώματα, με τα οποία οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν χάσει επαφή εδώ και χρόνια. Ο Σουλτς καταφέρνει στις δημόσιες ομιλίες του νʼ αγγίζει το συναίσθημα των ακροατών, είναι ευθύς και σαφής στα λόγια του και δεν φοβάται, αλλά μάλλον επιδιώκει τη δημόσια αντιπαράθεση. Κατάγεται από μια μέση γερμανική οικογένεια με γονείς δημόσιους υπαλλήλους και γεννήθηκε και έζησε στην ευρύτερη περιοχή του Άαχεν, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο και την Ολλανδία. Σε αντίθεση με τη συνήθη ελίτ της γερμανικής πολιτικής σκηνής, που παινεύεται για τους πανεπιστημιακούς της τίτλους, ο Σουλτς δεν έβγαλε ούτε καν το Λύκειο. Στην εφηβεία του μια βλάβη υγείας έβαλε πρόωρα τέλος στην ποδοσφαιρική του καριέρα και τον έσπρωξε στην κατάθλιψη και τον αλκοολισμό. Από το τέλμα τον έβγαλαν ο γιατρός αδελφός του και η πολιτική. Η ενασχόλησή του με τη νεολαία των Σοσιαλδημοκρατών τού έδωσε ξανά νόημα ζωής. Στη συνέχεια, άνοιξε με την αδερφή του ένα βιβλιοπωλείο, όπου μαζεύονταν τα τοπικά στελέχη του κόμματος και στα 31 του ήταν ο νεότερος σε ηλικία δήμαρχος στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας–Βεστφαλίας. Το 1994 έγινε ευρωβουλευτής και το 2012 ορκίστηκε Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Από τη θέση αυτή αποχώρησε τον Νοέμβριο ανακοινώνοντας, ταυτόχρονα, την επιστροφή του στη γερμανική πολιτική σκηνή.

Στις μετρήσεις κοινής γνώμης της προηγούμενης εβδομάδας, Μέρκελ και Σουλτς κερδίζουν το ίδιο ποσοστό (41%), όταν οι πολίτες ρωτούνται ποιαν/ποιον θα προτιμούσαν για καγκελάριο. Και γνώστες της γερμανικής πολιτικής σκηνής υποστηρίζουν ότι είναι βέβαιο ότι ο Σουλτς θα νικήσει κατά κράτος την, σχετικά, άχρωμη και ασαφή Μέρκελ στις μεταξύ τους αναμετρήσεις. Όμως, εκεί ελλοχεύει ένας σημαντικός κίνδυνος για τους Σοσιαλδημοκράτες. Αν ο Σουλτς καταφέρει να αποδομήσει καταλυτικά την εικόνα της καγκελαρίου στους υποστηρικτές της, είναι εξαιρετικά πιθανό το μεγαλύτερο κομμάτι τους να προτιμήσει την ακροδεξιά AfD, που θα είναι και κοντύτερα στις πολιτικές του προτιμήσεις και όχι το SPD.

Επιπλέον, η Ακροδεξιά μπορεί να δυναμιτίσει τις κυβερνητικές προοπτικές των Σοσιαλδημοκρατών σε ακόμη ένα επίπεδο: Η μόνη πιθανότητα για το SPD να κυβερνήσει χωρίς τους Χριστιανοδημοκράτες είναι αν κάνει την ανατροπή και πετύχει ένα ποσοστό πάνω από το 25% και, ταυτόχρονα, τα κόμματα της Αριστεράς (Πράσινοι και Die Linke) κρατήσουν τα σημερινά ποσοστά τους. Αν, όμως, το ακροδεξιό AfD κερδίσει ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ψηφοφόρων από ό,τι προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις, τότε, πολύ απλά, τα κουκιά για τη δημιουργία ενός κεντροαριστερού κυβερνητικού συνασπισμού δεν βγαίνουν.

Οι εξωτερικοί παράγοντες

Αυτήν τη στιγμή, τα γκάλοπ που γίνονται εμφανίζουν τους Χριστιανοδημοκράτες περίπου στο 30–32%, τους Σοσιαλδημοκράτες στο 21% και την ακροδεξιά Εναλλακτική, για τη Γερμανία, να καταλαμβάνει την τρίτη θέση με 14%. Οι ανεπίσημες διαρροές στον Τύπο είναι ότι ο Σουλτς θα ήταν ικανοποιημένος με ένα ποσοστό που δεν θα ήταν χαμηλότερο από το 25,7%, που κατέλαβαν οι Σοσιαλδημοκράτες στις εκλογές του 2013.

Όμως, σʼ αυτές τις εκλογές, καταλυτικό ρόλο αναμένεται να παίξουν εξωτερικοί παράγοντες:

Καταρχήν, ο Τραμπ και το μέχρι πού θα φθάσει. Μπορεί η απόσυρση των ΗΠΑ από τη διεθνή σκηνή, ιδιαίτερα στο οικονομικό και το εμπορικό επίπεδο, να κάνει τους γερμανούς βιομηχάνους (και τους πολιτικούς που υποστηρίζουν) να τρίβουν τα χέρια τους, καθώς εκτιμούν ότι αφήνονται κενά τα οποία η Γερμανία μπορεί να γεμίσει. Όμως, για τον μέσο γερμανό πολίτη το ξεθεμελίωμα της διεθνούς τάξης που επικρατεί εδώ και εβδομήντα χρόνια φαντάζει τρομακτικό και έντονα απειλητικό. Σε τέτοιες στιγμές η γερμανική κοινωνία έχει την τάση να συνασπίζεται γύρω από τα πρόσωπα που την κάνουν να νιώθει ασφάλεια και σιγουριά. Και στην περίπτωσή μας αυτή είναι με βεβαιότητα η Μέρκελ και όχι ο Σουλτς.

Επιπλέον, κρίσιμο ρόλο θα παίξουν περαιτέρω εξελίξεις στην οικονομική κρίση της Ευρωζώνης. Ήδη, πολιτικοί των Χριστιανοδημοκρατών υποστηρίζουν ότι ο Σουλτς είτε θέλει να χαρίσει τα χρέη της Ελλάδας και της Ιταλίας, είτε θα επιτρέψει στις δύο χώρες να δημιουργήσουν νέα χρέη.

Το Προσφυγικό θα μπορούσε, από την άλλη, να βλάψει και τους δύο υποψηφίους, καθώς οι θέσεις τους είναι λίγο πολύ ταυτόσημες. Γιʼ αυτό και, μάλλον, αναμένεται στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας να προσπαθήσουν και οι δύο νʼ αποφύγουν το ζήτημα. Αν, όμως, καταρρεύσει η συμφωνία με την Τουρκία και υπάρξει νέα κρίση, τότε, με βεβαιότητα, θα ενισχυθεί καταλυτικά η Ακροδεξιά.

Τέλος, αποφασιστικό ρόλο μπορεί να παίξει η τζιχαντιστική τρομοκρατία. Ήδη, η χριστουγεννιάτικη επίθεση στο Βερολίνο είχε σημαντικό πολιτικό κόστος για την καγκελάριο. Αν υπάρξουν και νέες επιθέσεις, είναι σίγουρο ότι θα ευνοηθεί ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών. Σε αυτήν την περίπτωση, ο Σουλτς θα είναι το πρόσωπο που βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή, για να καρπωθεί τη φθορά της Μέρκελ.


Σχολιάστε εδώ