Περασμένα – ξεχασμένα
Και τώρα, ήρεμοι πια, προσδοκούσαν να ζήσουν σαν άνθρωποι. Ολιγαρκής και λιτοδίαιτος ο Έλληνας είχε μοντάρει δικούς του απλούς κανόνες ζωής, που τηρούσε αναλλοίωτους επί χρόνια. Ύστερα ήρθε ο Βʼ Παγκόσμιος Πόλεμος, που έφερε και του γνώρισε ξένους στρατούς, εχθρικούς και φιλικούς, που ήσαν επιστρατευμένοι ευρωπαίοι πολίτες, με τις συνήθειές τους, τα χόμπι τους και τα εξευγενισμένα τους γούστα.
Η τροφοδοσία τους έφερε και γνώρισε στην καθυστερημένη Ελλάδα άγνωστα προϊόντα. Έφεραν από την Αργεντινή κρέας κατεψυγμένο.
Το γάλα και τα αυγά τα γνωρίσαμε σε σκόνη, το ίδιο και τα λαχανικά, που ήρθαν συσκευασμένα σε χάρτινες σακούλες κι έμοιαζαν με χώμα. Θαυμάζαμε την πρόοδο των ξένων αλλά και τους ειρωνευόμασταν για τις ανθυγιεινές τροφές τους και απορούσαμε βλέποντάς τους να χλαπακιάζουν έναν περίδρομο για breakfast. Παλιά, κανένας στην Αθήνα δεν έτρωγε πρωινό. Άγνωστο ήταν το breakfast των Αγγλοσαξόνων με τα βουτήματα, τα βούτυρα και τις μαρμελάδες.
Ο εργαζόμενος, που έφευγε βιαστικός για τη δουλειά, το πολύ να ρουφούσε στο πόδι έναν ελληνικό καφέ σε μικρό φλιτζάνι. Πολλοί ούτε αυτόν δεν έβαζαν στο στόμα τους και ξελιγωμένοι τράβαγαν στο μεροκάματο, έτοιμοι καθʼ οδόν για παρεξήγηση. Βέβαια ερχόταν σπίτι, πρωί πρωί, ο γαλατάς με τις καρδάρες του, χαλβάδιαζε με την υπηρετριούλα κι άφηνε μισή οκά γάλα για το παιδί. Δύο αυγά χτυπημένα με ζάχαρη, μαζί με γάλα-σοκολάτα ή οβομαλτίνη για ρόφημα, κάλυπτε τις διατροφικές ανάγκες του μπόμπιρα. Πιθανόν κάποια θεία να συμβούλευε τον μπαμπά να ποτίζουν τον μικρό με μουρουνέλαιο, οπότε, αξημέρωτα, αηδίαζαν το παιδί με μια γεμάτη κουταλιά απαίσιου μουρουνέλαιου, μαζί με λίγο ζουμί πορτοκαλιού, κάνοντας την αηδία ανυπόφορη.
Έτσι, ολόκληρο το πρωινό κανένας δεν τσίμπαγε κάτι πρόχειρο για κολατσιό. Τα κάθε είδους snacks ήταν παντελώς άγνωστα. Οι έλληνες πρόσφυγες, που ξεριζώθηκαν από τις πανάρχαιες εστίες τους, έφεραν μαζί τους και τα γλωσσικά τους ιδιώματα. Έτσι οι Μικρασιάτες το κολατσιό το λέγανε «κεντινό» και άλλοι πρόσφυγες «δεκατιανό». Αλλά, ανεξαρτήτως ονομασίας, και αυτοί μπουκιά δεν βάζανε στο στόμα τους, είτε λόγω ανέχειας είτε για οικονομία. Το μόνο με το οποίο κατεύναζαν την πείνα ήταν το κουλούρι και το τυρί…
Τα πουλούσαν, ζεστά-ζεστά, μαζί με ένα αραχνοΰφαντο τριγωνικό κομματάκι νοστιμότατο κεφαλοτύρι, που το νοσταλγούν όσοι το γνώρισαν. Τα κουλούρια ήταν περίπου σαν τα τωρινά και κυκλοφορούσαν σε δύο τύπους. Το ένα, λεπτό, σε σχήμα μεγάλου όμικρον, ήταν το λεγόμενο Πολίτικο, και το άλλο, το κοντόχοντρο, ήταν το Σμυρναίικο, το «γιουβρέκι» κατά την ορολογία της Σμύρνης. Ο τύπος αυτός εξαφανίστηκε πριν από πολλά χρόνια, Κυκλοφορούσαν ακόμη τα -άγνωστα τώρα- σιμίτια, που έμοιαζαν με μικρά λεπτά φραντζολάκια. Πληθώρα ήταν οι κουλουράδες στο κέντρο της πρωτεύουσας και πληθώρα οι φούρνοι, που έβγαζαν ολημερίς κουλούρια πασπαλισμένα με μπόλικο σουσάμι. Αργότερα έπεσαν στην αγορά τα κρουασάν και οι τυρόπιτες.
Θυμάμαι, πιτσιρίκι του δημοτικού τότε εγώ, όταν πήγα μια μέρα στο γραφείο του παππού μου, εκείνος με πήρε και πήγαμε να με κεράσει «κάτι διαφορετικό», όπως είπε. Κατεβήκαμε τη Σταδίου και μπήκαμε σε μια στοά γεμάτη παράξενα μισοσκότεινα καταστήματα, που όμως ήσαν γραφεία. Ανάμεσά τους υπήρχε ένα μικρό περίεργο μαγαζάκι, όπου κόσμος πολύς στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή βιτρίνα του, όπου υπήρχε πάγκος με ταψιά, κι αγόραζε τυρόπιτες που τις έπαιρνε στο χέρι και τις έτρωγε επιτόπου, σουλατσάροντας δεξιά κι αριστερά. Ο παππούς μου αγόρασε τη σπεσιαλιτέ, μια κανονική τυρόπιτα, που αντί τυρί ήταν γεμισμένη ζάχαρη άχνη. Έτσι γνώρισα τον «Μερακλή», το πρώτο ίσως μαγαζί σνακ της Αθήνας, όπου επί πολλές δεκαετίες κολάτσιζαν οι Αθηναίοι. Τον επισκεπτόμουν ανελλιπώς κάθε που βρισκόμουν στην περιοχή του. Αγόραζα την κλασική τυρόπιτά του, που για χρόνια έμενε απαράλλαχτη, και πίνοντας την εύγευστη λεμονάδα, κατασκευής του, είχα την αίσθηση ότι πίνω νέκταρ.
Θέλοντας να τιμήσω κάποια μαγαζιά μιας άλλης εποχής και ενός άλλου τρόπου ζωής, πιο ραφινάτου, που ούτε αυτός υπάρχει πια, αφιερώνω το μικρό αυτό σημείωμα στη μνήμη του αεικίνητου «Μερακλή», βέβαιος πως ο διερχόμενος τη στοά Ορφανίδου σκουντουφλά στο… όραμά του, που περιφέρεται εκεί πέρα…