Ανάγκη εκσυγχρονισμού στον νόμο για τους καταχραστές του Δημοσίου

Η έναρξη ισχύος του συνέπεσε με την έναρξη ισχύος του Ποινικού μας Κώδικα (1/1/1951). Από την αιτιολογική έκθεση του νόμου προκύπτει πως σκοπός του νομοθέτη ήταν η προστασία αμιγώς του δημοσίου πλούτου. Αρχικά, η επιφυλασσόμενη για τους «καταχραστές του Δημοσίου» ποινή ήταν η θανατική, εφόσον πληρούνταν και οι επιβαρυντικές περιστάσεις, ενώ αφορμή για την ψήφιση του νόμου υπήρξε το τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής σκάνδαλο λαθρεμπορίας χρυσού και συναλλάγματος, με υπεύθυνο τον υποπλοίαρχο του Λιμενικού Μπακόπουλο.

Ο νόμος δεν θέσπιζε νέα αδικήματα αλλά αναβίβαζε το πλαίσιο ποινής για πράξεις που προβλέπονται ήδη στον Ποινικό Κώδικα, όταν αυτές στρέφονται κατά του Δημοσίου και το όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ. Για τα αδικήματα λοιπόν της πλαστογραφίας, της πλαστογραφίας και κατάχρησης ενσήμου, της παθητικής και ενεργητικής δωροδοκίας, ψευδούς βεβαίωσης και νόθευσης εγγράφου, υπεξαίρεσης, υπεξαίρεσης περί την υπηρεσία, απάτης και κλοπής, εφόσον στρέφονται κατά του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή των νομικών προσώπων του άρθρου 263Α του ΠΚ και το όφελος που επεδίωξε ή πέτυχε ο δράστης ή η ζημία που προξένησε στο Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης και εφόσον συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Πρόκειται, λοιπόν, για θέσπιση διακεκριμένης εγκληματικής μορφής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η απάτη, για παράδειγμα, κατά του Δημοσίου ύψους 200.000 ευρώ να τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι 20 έτη, η οποία μπορεί να φτάσει σε ισόβια κάθειρξη εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, ενώ η ίδια πράξη κατά ιδιώτη να τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα έτη.

Ο νόμος παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το λαμβανόμενο μέτρο δικονομικού καταναγκασμού πρέπει να τελεί σε ανάλογη σχέση με τη βαρύτητα του φερομένου ως τελεσθέντος εγκλήματος. Η ανελαστική ποινή της κάθειρξης απειλείται για περιουσιακής φύσης αντικείμενα και μάλιστα προβλέπεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης εάν πληρούνται και οι επιβαρυντικές περιστάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, μέσω των απειλούμενων από τον νόμο ποινών, η περιουσία του Δημοσίου ανάγεται σε υπέρτατο έννομο αγαθό, εξίσου σημαντικό με την ανθρώπινη ζωή και το δημοκρατικό πολίτευμα. Επιπλέον, η ποινή ισοβίου καθείρξεως προβλέπεται σε περίπτωση που συντρέχουν οι εξής αναφερόμενες επιβαρυντικές περιστάσεις: α) Επί μακρό χρόνο εξακολούθηση τελέσεως του εγκλήματος. β) Ιδιαίτερα μεγάλη αξία του αντικειμένου του εγκλήματος. Οι όροι «μακρός χρόνος» και «ιδιαίτερα μεγάλης αξίας» κρίνονται ως αόριστοι και αντιτίθεται στην αρχή του «nullum crimen nulla poena sine lege», διότι στο κείμενο του νόμου δεν παρέχονται ορισμένα κριτήρια για να οριστεί η διάρκεια του μακρού χρόνου και το ύψος της μεγάλης αξίας. H αυστηρότητα και ανελαστικότητα της απειλούμενης κυρώσεως καθιστά τις συνέπειες της αοριστίας των παραπάνω όρων οξύτερες.

Ο θεσπισθείς πριν από 60 χρόνια νόμος δεν ανταποκρίνεται φυσικά στη σημερινή εποχή. Η δυσμενής οικονομική κατάσταση που διανύει η χώρα μας δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία παραβίασης συνταγματικών αρχών. Η λύση για την καταπολέμηση της διαφθοράς στην Ελλάδα δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δοθεί με απαρχαιωμένα νομοθετήματα και θέσπιση υπερβολικών και ανελαστικών ποινών. O έλληνας νομοθέτης οφείλει να επαναξιολογήσει τις σχετικές διατάξεις και να καταργήσει τον νόμο, ενσωματώνοντας διατάξεις τυχόν κριθείσες ως απαραίτητες στον Ποινικό μας Κώδικα.


Σχολιάστε εδώ