Στον ζόρικο κόσμο του Μασσαβέτα

Άλλωστε, όσα καταθέτει ο Μασσαβέτας τολμώ να θεωρήσω ότι μπορούν να σταθούν με αξιώσεις δίπλα στο μοναδικό «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή, δεδομένου ότι οι δύο συγγραφείς σκύβουν για τα καλά μέσα στην ψυχή τους προκειμένου να μπορέσουν να βρουν διέξοδο στο όποιο φορτίο τους έκαιγε στη νεανική ζωή τους.Ο Μασσαβέτας (γεννημένος το 1944), ο Μουρσελάς (1932) και ο κατά τι νεότερός τους Χαριτόπουλος (1947) γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σχεδόν στην ίδια γειτονιά: Αγία Σοφία, Μανιάτικα, Ταμπούρια, Νίκαια. Θεωρούνται οι κορυφαίοι γραφιάδες της γενιάς του ʽ60 και μαζί με τον ποιητή Γιώργο Χρονά (κι αυτός Αγιασοφιώτης) αποτελούν τον πυρήνα της λογοτεχνικής παραγωγής των τελευταίων σαράντα χρόνων. Ο σπουδαίος Μουρσελάς, κυρίως με το μυθιστόρημα-ποταμό «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», είχε την τύχη να γοητεύσει το αναγνωστικό κοινό με ένα βιωματικό έργο γραμμένο αριστοτεχνικά, με φόντο τη ζόρικη εποχή λίγο μετά τον εμφύλιο αλλά και το ερωτικό στοιχείο που πρωταγωνίστησε στις ζωές των ηρώων του. Ο Χαριτόπουλος, με ρεαλιστική γραφή, έφτιαξε τα βιβλία του στηριζόμενος στους μόρτες και τους νταήδες του Πειραιά κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960, προβάλλοντας μάλλον υπερβολικά (και πονηρά, ώστε να μαγνητίσει το αναγνωστικό κοινό) την αγάπη του για τον Ολυμπιακό.

Κι αυτός πέτυχε, αν και το σημαντικό του έργο είναι το «Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων». Τώρα κατέφτασε το βιβλίο του Μασσαβέτα, μέσα από τις σελίδες του οποίου περνούν λεπτομερώς όλες οι σκοτεινές πλευρές της δεκαετίας του ʼ50, όπως τις έζησε και που αποφάσισε να τις βγάλει. Οι περιγραφές του, κυρίως αυτές που αφορούν τη μάνα, που ήταν στην ουσία η γιαγιά του, συγκλονίζουν.

Αφήνουν την αύρα του «Μάνα κουράγιο», της πολυμήχανης «Εκάβης» του Ταχτσή, αλλά και της επιμονής μιας βασανισμένης γυναίκας που είναι έτοιμη να συγχωρήσει τα παιδιά της, όσα λάθη κι αν έκαναν, αρκεί να δώσουν σημεία ζωής.

Μιας ηρωίδας που με την αδούλωτη ψυχή της μετέδωσε στο παιδί -δηλαδή τον συγγραφέα- την εργατικότητα, την αντίδραση στην αδικία, το πείσμα αλλά και τη διάθεση να υπομείνει κάθε τι στραβό και να παλεύει μήπως και μπορέσει να το ισιώσει.

Ο συγγραφέας προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό πλήθος στοιχείων για τις γειτονιές του άγνωστου φτωχικού Πειραιά αμέσως μετά την Κατοχή και τον εμφύλιο, με όλους τους κλασικούς πρωταγωνιστές της εποχής: Ρουφιάνους, φτωχοδιάβολους, βιοπαλαιστές, νταβατζήδες της Τρούμπας, αετονύχηδες, δίκαιους, ονειροπόλους, ταλαντούχους αλλά και άχρηστους. Όσο για τα γλωσσικά διαμάντια που καταθέτει, χαρτογραφώντας τα απευθείας από τα στόματα των κατʼ εξοχήν αγράμματων αλλά τίμιων γυναικών, που αποτελούσαν τον μαγικό κόσμο της εφηβείας του, νομίζω ότι αποτελούν το σημαντικότερο κομμάτι του μυθιστορήματος.

Να κλείσω με δανεισμό μιας φράσης του μέγιστου δημοσιογράφου και κριτικού Κώστα Σταματίου, που άφησε τα πιο σημαντικά σημειώματα. Όταν ήθελε να συνοψίσει την αναφορά του σε ένα καλό βιβλίο έγραφε: «Το βιβλίο (του τάδε) δεν περιγράφεται. Διαβάζεται. Απολαμβάνεται. Αποκτήστε το».

Επιτρέψτε μου τον δανεισμό.


Σχολιάστε εδώ