Για ψύλλου πήδημα…

Η φράση «θα κλάψουνε μανούλες» ήταν ευρύτατης χρήσεως, σχεδόν ψωμοτύρι, ενώ το άσμα του Τσιτσάνη «εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή» ήταν χρησμός μέντιουμ. Και ξαφνικά, αυτός ο καβγατζής, ο έτοιμος να σύρει το μαχαίρι, τη «διμούτσουνη», αλλάζει ρότα και γεμάτος ικανοποίηση στρέφει και την άλλη παρειά για να φάει κι άλλο σβουριχτό χαστούκι. Λες και αιφνιδίως έπαψε να ρέει αίμα στις φλέβες του και τα άλλοτε ασυγκράτητα αιμοσφαίριά του μετεβλήθησαν σε… πετιμέζι. Και μάλιστα σε πετιμέζι κακής ποιότητας, που δεν κάνει ούτε για μουσταλευριά. Είναι δε τέτοιας εκτάσεως η μεταστροφή, που αρχηγός κόμματος διερωτήθηκε: «Βρε, μπας και μας έχουν… ψεκάσει;».

Η κουβέντα φούντωσε και οι επισκέπτες άρχισαν να εξιστορούν παραδείγματα που χωρίς σοβαρή αιτία ξεσήκωναν τον λαό, προκαλώντας διχασμό και πολύ πένθος με τις αιματηρές ταραχές που ξεσπούσαν. Και δεν ήσαν μόνον πολιτικές οι αντιθέσεις. Υπήρχε και το λεγόμενο «γλωσσικό ζήτημα». Η φαγωμάρα δηλαδή μεταξύ των οπαδών της καθαρεύουσας και των «αγράμματων» Ελλήνων της δημοτικής. Διότι σε όλη την υφήλιο η γλώσσα χρησιμεύει για να συνεννοούνται οι άνθρωποι μεταξύ τους, με εξαίρεση τον Πύργο της Βαβέλ και την Ελλάδα. Έτσι, ένας αλληλοσκοτωμός για τη γλώσσα συνέβη στην αρχή του παρελθόντος αιώνος στο κέντρο της Αθήνας, όταν οι φοιτητές του πανεπιστημίου δεν επέτρεψαν να μεταφρασθούν τα Ευαγγέλια στη… δημοτική! Νεαρή ανεψιά του οικοδεσπότη, φοιτήτρια, γαλουχημένη με τα 15μελή, τις καταλήψεις, και το «χτίσιμο» των καθηγητών στο γραφείο τους, δεν μπορούσε να καταλάβει πως οι φοιτητές, νέα παιδιά, το πλέον προοδευτικό και μονίμως επαναστατημένο δυναμικό της κοινωνίας, γίνονται υπέρμαχοι της συντηρητικής καθαρεύουσας και χύνουν μάλιστα αίμα για τη διατήρησή της… Την απορία της σφράγισε η κοπελιά με τη μεγαλειώδη ερώτηση: «Είναι δυνατόν;».

Με ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη, η ομήγυρης απάντησε εν χορώ «και όμως είναι!», ενώ ο θείος βρήκε ευκαιρία να πάρει το αίμα του πίσω από την αυθάδη ανεψιά, τον κακό δαίμονα της οικογένειας, με τις λωλάδες της. Έτσι, για να αποφύγει την άχαρη κουβέντα για τα Ευαγγελικά -όπως επονομάσθηκε εκείνη η αναταραχή- όπου μπλέκονταν θρησκείες, βασιλιάδες, «μαλλιαροί» και… συνωμότες, προτίμησε να δώσει τη μάχη του με κάτι πιο ευαίσθητο και πιο καλλιτεχνικό: Την «Ορέστεια» του Αισχύλου, που συζητιόταν στους θεατρικούς κύκλους τελευταία και μια καινούρια αναταραχή ψηνόταν.

Αν και τα γεγονότα με τα Ευαγγελικά ήσαν ακόμη νωπά και οι «πεφιλημένοι νεκροί», που τους ξάπλωσε εκτάδην το πιστολίδι, ζούσαν ακόμη στην επικαιρότητα των εφημερίδων, οι αρμόδιοι βαρέθηκαν, προφανώς, την ηρεμία και αποφάσισαν να ταράξουν τα νερά ανεβάζοντας την «Ορέστεια», μεταφρασμένη στη δημοτική από τον Γεώργιο Σωτηριάδη, στο Βασιλικό Θέατρο. Σημειωτέον ότι το Βασιλικό Θέατρο και ο Βασιλικός Κήπος αλλάζουν όνομα κάθε φορά που επέρχεται πολιτειακή αλλαγή στη χώρα. Τον καιρό εκείνο η Ελλάδα, ύστερα από 400 χρόνια δουλείας, άρχισε να διαπλάθεται ως ευρωπαϊκό κράτος. Κουβαλώντας μια μοναδική από την αρχαιότητα ιστορία, κυριαρχούσε στην Ευρώπη μια φωτισμένη ελληνική ελίτ. Εδώ όμως η κοινωνία ήταν πολύ καθυστερημένη. Οι μορφωμένοι ονειρεύονταν τη νέα Ελλάδα ως συνέχεια της αρχαίας και φιλοδοξώντας να επανασυνδεθεί το νήμα με το παρελθόν δημιουργούσαν πνευματικές κινήσεις πάνω στα αρχαία πρότυπα. Ο Κοραής αποκάθαρε τη γλώσσα από τις ξενόφερτες λέξεις που καθιερώθηκαν στη σκλαβιά. Ενώ οι προοδευτικοί, με τη δημοτική τους, μάχονταν για μια γλώσσα… μωσαϊκό. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρχε ένας καθηγητής, ο Γεώργιος Μιστριώτης, αδιάλλακτος υπέρμαχος της καθαρεύουσας, χαρακτηρισμένος ως γλωσσαμύντορας, ο οποίος με μερικούς καθηγητές ίδρυσε σύλλογο με σκοπό τα αρχαία έργα στο θέατρο να ανεβάζονται στη γλώσσα που εγράφησαν. Έτσι υπέβαλαν υπόμνημα στο υπουργείο περί του «πώς όφειλε να διδαχθεί η ʽʽΟρέστειαʼʼ». Το υπουργείο το απέρριψε και έξαλλος ο Μιστριώτης κήρυξε πόλεμο. Ο ίδιος με φλογερές διδασκαλίες στους φοιτητές και ο Τύπος με πύρινα άρθρα εξωθούσαν τον λαό σε ανταρσία. Ο Μιστριώτης έθεσε το δίλλημα: «Να φύγω εγώ και να έρθει ο Παλαμάς…», θεωρώντας τον δημοτικιστή ποιητή ως την έσχατη γλωσσική κατάντια.

Η «Ορέστεια» ανέβηκε την 1η Νοεμβρίου 1903. Από το μεσημέρι λαός και φοιτητές συγκροτούσαν θορυβώδη συλλαλητήρια στους αθηναϊκούς δρόμους, προσβλέποντας λαϊκή συμμετοχή στην εξέγερση. Το θέατρο, για ασφάλεια, περικυκλώθηκε από αντλίες της Πυροσβεστικής δημιουργώντας φραγμό. Οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια με επαναστατικές διαθέσεις. Η κυβέρνηση για να επαναφέρει την τάξη κατέβασε τον στρατό, που πυροβόλησε στο ψαχνό. Συγκομιδή: Δύο νεκροί και επτά τραυματίες. Η συγκέντρωση διαλύθηκε. Τα πνεύματα ηρέμησαν, η παράσταση διεξήχθη κανονικά. Και το μόνο θετικό που απέμεινε ήταν το ντεμπούτο της Μαρίκας Κοτοπούλη.


Σχολιάστε εδώ