Πρωτοχρονιά

Προσωπικά ποτέ δεν με εντυπωσίασαν –από συγκλονισμό μηδέν εις το πηλίκον– οι λεγόμενες χρονιάρες μέρες. Ακόμα και όταν ήμουνα παιδί και οι πλούσιοι φίλοι της οικογένειάς μου με γέμιζαν δώρα. (Εξαίρεση αποτέλεσε ένα πατίνι με ρουλεμάν που το λάτρεψα. Το είχε φτιάξει με τα χεράκια του ένας χαμηλόμισθος τεχνίτης της «Πάουερ» με τα κίτρινα λεωφορεία που χρησιμοποιούσε ο κοσμάκης τότε. Όσες και όσοι τα θυμούνται ή είχαν κάνει χρήση τους, πιστεύω ότι θα συγκινούνται με αγαλλίαση.)

Περιφρονητής του χρήματος στις πλείστες φάσεις της ζωής μου, του δίνω την αξία που με τα δικά μου κριτήρια του ταιριάζει. Όχι, προς θεού, στη βδελυρή περιώνυμη φράση «ο χρόνος είναι χρήμα». Μιας και ο βιώσιμος χρόνος είναι για όλους τους ανθρώπους πεπερασμένος, προτιμώ ΝΑ ΑΓΟΡΑΖΕΙ κανείς τον χρόνο του, εάν είναι οικονομικά ευκατάστατος ή εισοδηματίας, για να διαβάζει εμπλουτίζοντας τις γνώσεις του, για να πηγαίνει συχνότερα σε θεατρικές παραστάσεις κλασικών έργων ή έργων προβληματισμού και σπανιότερα σε κινηματογράφους. Να ταξιδεύει σε γνωστές και άγνωστες χώρες μαζί με το (εκάστοτε;) θήλυ ή άρρεν amore του. Το τελευταίο ισχύει και για απλές εκδρομές. Παρέλειψα πολλά χόμπι. Π.χ. την ιππασία και την ποδηλασία, αφήνοντας κατά μέρος την πυγμαχία και την ελληνορωμαϊκή πάλη, επειδή δεν εντάσσονται στις προτιμήσεις μου.

Σε ανάλογους συλλογισμούς υπάρχουν αρκετοί κό­μποι στο χτένι. Φέρʼ ειπείν, να μετατρέψει κανείς ένα από τα χόμπι του σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Σε όλα τα χόμπι είναι, άραγε, νούλα ο πάσα ένας; Δεν υφίστανται, όμως, μόνο τα χόμπι. Υφίστανται και οι κατʼ εξοχήν επαγγελματικές δραστηριότητες. Οι λάτρεις του θεάτρου, διαθέτοντας ταλέντο, θα μπορούσαν να το εκδιπλώσουν ως άριστοι ηθοποιοί ή ως πρωτότυποι σκηνοθέτες. Δεν αναφέρομαι ειδικά στον κινηματογράφο, επειδή, αν εξαιρέσουμε ορισμένες εκπληκτικές ταινίες, ιδίως με Λαμπέτη και Χορν, τις βλέπω στην τηλεόραση δύο, τρεις, ίσως και τέσσερις φορές, αδιαφορώντας πλήρως για εκείνες με τον σαχλεπίσαχλο Λάμπρο Κωνσταντάρα. Με ενθου­σιάζει επίσης η όψη της τότε Αθήνας και του τότε Πειραιά, με τις υπόγειες ταβέρνες τους, τα στενοσόκακά τους και τα μυστακοφόρα νταηλίκια, με ή χωρίς κομπολόι, αρκετών κατοίκων τους.

Ξένες ταινίες με τάχιστα εξαφανιζόμενους υπότιτλους και μεταγλωττισμένες ΟΛΕΣ σε αμερικάνικα δεν παρακολουθώ. Αγνοώ παιδιόθεν σχεδόν αυτήν τη γλώσσα και τους τρόπους προφοράς της, πολιτικών λόγων ένεκεν. Έτσι, δεν έμαθα ποτέ τη μόνη χρήσιμη γλώσσα σήμερα. Μίλαγα και έγραφα τέλεια τα γερμανικά. Μετά τα γνωστά συμβάντα της Γερμανίας εναντίον της χώ­ρας μας, ούτε τα γράφω, ούτε τα μιλάω, ούτε τα διαβάζω. Άλλοτε γνώριζα περίπου άπταιστα γαλλικά και ιταλικά. Σήμερα χρησιμοποιώ αμφότερες τις γλώσσες, εάν συμπέσει να μεταδίδονται στην τηλεόραση –σπανίως βέβαια– σε αυθεντικές γαλλικές ή ιταλικές ταινίες ενδιαφέρο­ντος περιεχομένου. Σε αντίθετη περίπτωση, κλείνω την τηλεόραση ταυτόχρονα με μια μούντζα!

Χλομό και φτωχό το σημερινό άρθρο. Ξεκινάει με τα μη ιάσιμα τραύματα του παρόντος και την αδιέξοδη κατάσταση της πατρίδας μας, αναζητώντας παρηγοριά στο απώτατο παρελθόν μας. Πρώτα πρώτα στην πανομοιότατη γλώσσα μας. Παραδείγματα: Γλώττα = γλώσσα, θάλασσα = θάλαττα, ήλιος = περιστρεφόμενο ουράνιο σώμα, θεός = Δωδεκάθεο του Ολύμπου, θάνατος = διάβαση των πυλών της Αχερουσίας λίμνης και χιλιάδες άλλες λεκτικές εξισώσεις, καθώς και πλειάδα αρχαίων ρήσεων που πολλοί έχουν αποστηθίσει, ανάμεσά τους και ο πολιτικός μηχανικός αδερφός μου.

Προσωπικά, πλην των όποιων άλλων επιφανειακών και μη γνώσεών μου, με συγκλονίζει η ελληνική μυθολογία. Ανατρέχω σʼ αυτήν κάθε τόσο μέσω των απολαυστικότατων συγγραμμάτων του μέγα εμπειρογνώμονα Γιάννη Κακριδή. Θαυμασμό τρέφω, επίσης, για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη.

Αναδρομή στο 2016 δεν θα κάνω. Την έκαναν άλλοι αναλυτικότατα και με μεγάλη επιτυχία. Η αφεντιά μου συνηθίζει να μη χαλάει τη ζαχαρένια της για δεινότατες καταστάσεις που βίωσε επί δώδεκα μήνες και αρκετοί δικοί της άνθρωποι τις έφαγαν κατακέφαλα.

Η ζωή, ωστόσο, συνεχίζεται στην πατρίδα μας, στη γερμανοευρωπαϊκή ένωση του 4ου Ράιχ, αλλά και στην Κύπρο. Στη διάσκεψη της Γενεύης πολλά παίζονται για τη Μεγαλόνησο. Δίνω μεγάλη έμφαση στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Αφού μίλησε για… περικοκλάδες – χρησιμοποίησε τη διατύπωση «για τη γενικότερη πρόοδο των συνομιλιών και τη μεγάλη ευκαιρία της Γενεύης-, επισήμανε δυσανασχετώντας: «Το κίνημα του ʽʽόχιʼʼ που κερδίζει έδαφος και στις δύο ζώνες». Πράγμα που δηλοί ότι και οι Τουρκοκύπριοι επιθυμούν πλέον ΕΝΩΣΗ με τους Ελληνοκύπριους. Αιτία προδήλως ο Ερντογάν, ο οποίος είχε στείλει δυνάμεις κατοχής στο μέχρι τούδε αποκαλούμενο «ψευδοκράτος». Στρατιωτικούς, δηλαδή, που τον απεχθάνονται και τον φοβούνται.

Όλα αλλάζουν. Τίποτα δεν μένει ακίνητο και σταθερό. «Τα πάντα ρει» (Ηράκλειτος). Όχι μόνο η Ιστορία αλλά και η μικρή ιστορία ανθρώπων, γεγονότων πάσης φύσεως και φαινομενικά εδραιωμένων πολιτικών καταστάσεων μεταβάλλεται. Ρόλο διαδραματίζουν και εντελώς τυχαία περιστατικά. Παραδείγματος χάριν ένας αιφνίδιος θάνατος σημαντικής προσωπικότητας ή μία μη αναμενόμενη δολοφονία δρακόντεια φυλασσόμενου ηγέτη. Για τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο –πυρηνικό δηλαδή– δεν τολμώ να μιλήσω. Διότι θα είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη καταστροφή του πλανήτη.

Αυτά που μόλις διαβάσατε, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, τα έγραψε ένας φύσει απαισιόδοξος γραφιάς. Ένας γραφιάς που απορεί με τον ίδιο του τον εαυτό. Ένας γραφιάς, όμως, που δεν δίστασε ποτέ να κάνει λάθη, να αδικεί ακόμα –όχι συνειδητά, βέβαια– και ανεπίληπτους συνανθρώπους του. Προσθέτω, τέλος, καταλήγοντας, δύο τινά. Πρώτον, πως ο εν λόγω γραφιάς δεν υπερτίμησε ποτέ τις δυνατότητές του. Και δεύτερον, πως δεν κιότεψε για να προστατεύσει τόσο αγαπημένους του φίλους όσο και το τομάρι του, όταν τον αδικούσαν κατάφωρα.


Σχολιάστε εδώ