Μην περιμένεις να σου πέσει το φλουρί σε μια πίτα που δεν σου έχουν κόψει κομμάτι

Από τον Γιώργο Παπανδρέου, που περίμενε την αποθέωση -στην πρότασή του για δημοψήφισμα- στις Κάννες και αντί γιʼ αυτό άκουσε τα βρισίδια του Σαρκοζί και έζησε το άδειασμα του Βενιζέλου πάνω στο αεροπλάνο, στους Σαμαροβενιζέλους, που περίμεναν τα «μπράβο» και βρήκαν μια λίστα μέτρων που τους οδήγησαν στην απόδραση μέσω της εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας.

Με ανάλογο τρόπο πήγε περίπατο για τον ΣΥΡΙΖΑ η ουσιαστική ρύθμιση του χρέους, η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης σε χρόνο εξπρές. Στη θέση τους βγήκαν στην επιφάνεια το 3,5% πλεόνασμα για δέκα χρόνια, τα επιπλέον μέτρα 4,5 δισ. ευρώ που ζητά το ΔΝΤ και οι 22 δέσμες προαπαιτούμενων της δεύτερης αξιολόγησης. Στην ουσία, το 3ο Μνημόνιο είναι ένα πρόγραμμα που έχει αποτύχει όπως και τα προηγούμενα δύο και ήδη έχει κάνει την εμφάνισή του το 4ο Μνημόνιο, μιας και τα μέτρα που συζητούνται αφορούν χρόνο πέρα από το 2018, που είναι και το τυπικό τέλος του 3ου Μνημονίου. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι αναμενόμενες πολιτικές εξελίξεις οφείλονται στην αποτυχία των μνημονιακών πολιτικών να αποκαταστήσουν την καπιταλιστική κερδοφορία.

Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι η κρίση δεν είναι μόνο ελληνική. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πλέον σε ανοιχτή κρίση μετά το BREXIT, το δημοψήφισμα στην Ιταλία, την απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να διασώσει από τον κρατικό προϋπολογισμό την τράπεζα Monte Paschi di Siena, παρά την αντίθεση των Γερμανών και τα προβλήματα της γερμανικής Deutsche Bank. Όλα δείχνουν ότι οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στις αστικές τάξεις της Ευρώπης είναι στα ύψη. Την ίδια στιγμή, η πολιτική της κοινωνικοποίησης ιδιωτικών ζημιών μέσω κρατικού δανεισμού έχει εξοργίσει και απομακρύνει το εκλογικό σώμα από τις παραδοσιακές δυνάμεις της Χριστιανοδημοκρατίας και της Σοσιαλδημοκρατίας, κάνοντας αβέβαιο το αποτέλεσμα των εκλογικών αναμετρήσεων σε Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία και ίσως Ιταλία το 2017. Κοντολογίς, η κρίση σοβεί και δοκιμάζει τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε αυτές τις συνθήκες η πολιτική που είχε επιλεγεί από τον γαλλογερμανικό άξονα και περιλαμβάνεται στην κοινή δήλωση των υπουργών Εξωτερικών Γαλλίας- Γερμανίας το διάστημα αμέσως μετά το Brexit συνοψίζεται στην ακόλουθη φράση: «Η ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης θα συμπεριλάβει τη συνεχή εντατικοποίηση της πολιτικής διακυβέρνησης και το μοίρασμα των δημοσιονομικών βαρών». Ποιες χώρες μπορούν να ανταποκριθούν στα βάρη του κοινοτικού προϋπολογισμού, αν όχι άμεσα, έστω μεσοπρόθεσμα; Μπορεί το σύνολο της σημερινής Ευρωζώνης; Δεν το νομίζω. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έχει σημασία είναι ότι η απόφαση του λεγόμενου γαλλογερμανικού άξονα είναι είτε η ανταπόκριση στους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας και πολιτικής διακυβέρνησης είτε ένα μικρότερο ευρώ.

Το τελευταίο φαίνεται να έχει αρχίσει να το σκέφτεται και η ελληνική αστική τάξη. Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς διαφορετικά τη διακήρυξη του ΣΕΒ για την «ανάγκη ανάκτησης της εθνικής κυριαρχίας». Στο ίδιο μήκος κύματος και πρόσφατο άρθρο γνώμης της έγκριτης φιλελεύθερης «Καθημερινής» που γράφει: «Μετά το αποτυχημένο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, ο κ. Σόιμπλε αναφέρθηκε στην έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ ως ένα από τα σενάρια που ακόμα συζητιούνται. Ίσως να είναι ο μόνος τρόπος να πουλήσει στους Γερμανούς την αναπόφευκτη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ήλθε η ώρα να εξετάσουμε σοβαρά την πρότασή του». Καταλαβαίνοντας ότι δεν έχουν κομμάτι από την ευρωπαϊκή πίτα και τον κίνδυνο να χάσουν και τις επιχειρήσεις τους μετά την απώλεια των τραπεζών, τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης φαίνεται διατεθειμένο να παίξει τα ρέστα του σε ένα «βελούδινο» Grexit. Σε ένα Grexit με τις ευλογίες του Σόιμπλε, βέβαια, που θα αναγνωρίζει το χρέος, καταδικάζοντας τον λαό σε διαρκή φτωχοποίηση.

Επιπλέον είναι και μια προσπάθεια της αστικής τάξης να προσεταιριστεί το μισό περίπου της κοινής γνώμης, που φαίνεται να επιθυμεί την έξοδο από το ευρώ, όπως δείχνουν δύο πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Στις ίδιες έρευνες η πλειοψηφία της κοινωνίας, με ποσοστά της τάξης του 55%-60%, αποτιμώντας την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, θεωρεί την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρνητική επιλογή. Για να μην αφεθούν λοιπόν στα χέρια της (πραγματικής) Αριστεράς τα τμήματα του πληθυσμού που χειραφετούνται από την πολιτική του ευρωμονόδρομου, επιστρατεύεται μια τακτική εγκλωβισμού τους μέσω ενός συναινετικού Grexit.

Σε αυτό το πλαίσιο, το επίσημο πολιτικό σύστημα, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, φαίνεται να έχουν μείνει πίσω από τις εξελίξεις. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ έχει αποφασίσει να παίξει το τελευταίο του χαρτί γύρω από τα μέτρα που σκιαγραφούνται στην επιστολή Τσακαλώτου. Δηλαδή να δώσει «κόφτη» για τις συντάξεις με εφαρμογή το 2017, ισοδύναμα για το πάγωμα του ΦΠΑ στα νησιά, να αντιστοιχίσει συγκεκριμένα μέτρα στον «κόφτη» μετά το 2018 για να καλύψει τα 4,5 δισ. ευρώ του ΔΝΤ και να υπογράψει το 3,5% για 7-8 χρόνια. Και αν δεν πάρει κάποιον ικανοποιητικό συμβιβασμό να πάει σε εκλογές, όπως υπαινίχθηκε και ο Σκουρλέτης. Η δε ΝΔ κάθεται στη γωνία περιμένοντας τον ΣΥΡΙΖΑ να υπογράψει όσα περισσότερα μέτρα μπορεί, ώστε αυτά που θα υπογράψει εκείνη μετά τις εκλογές να είναι σχετικά περιορισμένα. Βέβαια προσπαθούν να εκτιμήσουν και την επιλογή ενός σεναρίου δημοψηφίσματος για το ευρώ. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς το γεγονός ότι σε δημοσκοπήσεις που έχουν «παραγγείλει» επιχειρείται να σφυγμομετρηθεί το αποτέλεσμα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος.

Στην ουσία, ούτε η αστική τάξη ούτε οι παραδοσιακοί και νεόκοποι πολιτικοί της εκπρόσωποι έχουν στρατηγική στην παρούσα φάση. Περιμένουν, ως συνήθως, να δουν πού θα το πάνε οι ξένοι για να καθορίσουν τη στάση τους. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει ότι πρέπει να πάρει το θέμα της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ στα δικά του χέρια. Αν παραμείνει σε παθητική στάση θα είναι σαν να περιμένει να του πέσει το φλουρί σε μια πίτα που δεν του έχουν κόψει κομμάτι.


Σχολιάστε εδώ