Δεν πείθει ο Μητσοτάκης
Ο βαθμός εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενώ η προοπτική ανάληψης της εξουσίας προκαλεί ανησυχίες σε ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας. Κάτι που πιστοποιείται στον ύψιστο βαθμό από το γεγονός ότι ενώ η κυβέρνηση λόγω της άσκησης της εξουσίας παρουσιάζει μια ραγδαία φθορά, τα οφέλη για τη Νέα Δημοκρατία είναι περιορισμένα.
Η εκλογική απήχησή της κινείται λίγο πάνω από το 20%, με την αναγωγή υπερβαίνει ελαφρώς το 30%, δηλαδή πολύ κοντά στο ποσοστό που είχε συγκεντρώσει στις προηγούμενες εκλογές.
Η αλλαγή ηγεσίας και οι διακηρύξεις περί αλλαγής, ανασύνταξης και νέας εποχής δεν βρήκαν ευήκοα ώτα στην ελληνική κοινωνία. Την ίδια στιγμή η δυναμική της παράταξης δείχνει να έχει περιέλθει σε τέλμα, παρά την επιμονή του κ. Μητσοτάκη να κινείται σε εκλογικούς ρυθμούς και να υπογραμμίζει την ανάγκη πολιτικής αλλαγής στη χώρα.
Ελάχιστους μέχρι τώρα τουλάχιστον καταφέρνει να συγκινεί. Το κλίμα δυσπιστίας που επικρατεί μεταξύ των πολιτών λειτουργεί ως τροχοπέδη στις προσπάθειες της Νέας Δημοκρατίας και δρα υπονομευτικά στα μεγαλεπήβολα σχέδια της ηγετικής ομάδας για μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία (αυτοδυναμία) στις επόμενες εκλογές.
Εξ ου και ο έντονος προβληματισμός που είναι διάχυτος στα κεντρικά γραφεία του κόμματος, ανακύπτει όμως έκδηλος και από τον απολογισμό του κ. Μητσοτάκη για τα πεπραγμένα του με τη συμπλήρωση ενός χρόνου στη θέση του αρχηγού.
Σε άρθρο του σε οικονομικό περιοδικό («Κεφάλαιο»), αφού προχωρεί σε μια σειρά οδυνηρών διαπιστώσεων -«παρά την αποστροφή του για τη σημερινή κυβέρνηση, ένα σημαντικό τμήμα των συμπολιτών μας στέκεται με δυσπιστία απέναντί μας», «πολλοί αναρωτιούνται πώς ένα παλιό κόμμα μπορεί να γίνει δύναμη αλλαγής που έχει ανάγκη η χώρα»-, καταλήγει να… εκλιπαρεί τους πολίτες να τον προσέξουν και να τον εμπιστευτούν!
Με γενικού τύπου αναφορές, όπως «η απάντηση στην απογοήτευση δεν είναι η παραίτηση», αλλά και πιο συγκεκριμένες, όπως «όσοι ακόμη δυσπιστούν να μας ακούσουν», «να ακούσουν τις θέσεις μας, να συζητήσουν μαζί μας» ή σε πιο δραματικούς τόνους «να μας αντιμετωπίσουν χωρίς κάποια αφοριστική προκατάληψη». Στο επιτελείο του κ. Μητσοτάκη αποδίδουν σε δύο παράγοντες την αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να κερδίσει την εμπιστοσύνη μεγαλύτερων τμημάτων της κοινωνίας.
Ο πρώτος είναι το κυβερνητικό παρελθόν της παράταξης, ήταν στην εξουσία μέχρι τις αρχές του 2015, κατά συνέπεια οι μνήμες είναι νωπές. Ο δεύτερος έχει να κάνει -λένε- με τη γενικότερη απαξίωση των κομμάτων και του πολιτικού κόσμου στη συνείδηση των πολιτών.
Χωρίς σχέδιο και πρόγραμμα
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, πολιτικοί αναλυτές και δημοσκόποι αποδίδουν σε έναν τρίτο παράγοντα την αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας να εμπνεύσει τον ελληνικό λαό και να κερδίσει την εμπιστοσύνη και τη στήριξή του.
Συγκεκριμένα, στο γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν κατάφερε να διατυπώσει μια εναλλακτική πρόταση που θα τη διαφοροποιεί από την ασκούμενη από την κυβέρνηση πολιτική και θα δημιουργούσε προσδοκίες για αλλαγή πλεύσης.
Αντίθετα, πρωτοβουλίες ή παρεμβάσεις σε μια σειρά ζητημάτων έχουν πυροδοτήσει τις ανησυχίες των πολιτών ότι με κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κάποια πράγματα μπορεί να γίνουν ακόμη χειρότερα, καθώς ο κ. Μητσοτάκης δίνει την εντύπωση ότι ως πρωθυπουργός θα κινείται περισσότερο με βάση τις εντολές των Ευρωπαίων, και δη των Γερμανών, και λιγότερο με γνώμονα τα συμφέροντα του ελληνικού λαού.
Είναι από την άλλη χαρακτηριστικό, όσο και εντυπωσιακό, ότι έναν χρόνο μετά την αλλαγή ηγεσίας η παράταξη δεν έχει ακόμη παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο (κυβερνητικό ή μη) πρόγραμμα.
Παρά το γεγονός ότι επί μήνες ο αντιπρόεδρος Κ. Χατζηδάκης, επικουρούμενος από ένα μεγάλο team συμβούλων, τεχνοκρατών, κ.ά., επεξεργάζεται και συντάσσει -υποτίθεται- ένα ολοκληρωμένο σχέδιο.
Οι θέσεις (απόψεις) που κατά καιρούς διατυπώνονται ανάλογα με την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα δεν συνιστούν σε καμιά περίπτωση ένα πλήρες πρόγραμμα ενός κόμματος που δηλώνει έτοιμο να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Η έλλειψη αυτή κάθε άλλο παρά απαρατήρητη περνάει στην αντίληψη των πολιτών.
Γ. ΖΑΦΕΙΡΗΣ