Γραμμή-ανάχωμα από Τσίπρα και Κοτζιά
Εγκλωβισμένοι σε μια διαδικασία την οποία επέβαλε η τουρκική πλευρά, επενδύοντας στην ανεξήγητα υποχωρητική στάση του Νίκου Αναστασιάδη, θα πρέπει να προσέλθουν στη Γενεύη εφευρίσκοντας γραμμές άμυνας προκειμένου να μπορεί να γίνει διαχείριση των εκβιαστικών διλημμάτων που θέτει η τουρκική πλευρά και να αντιμετωπισθεί μια ενδεχομένη κίνηση εντυπωσιασμού από τον Ταγίπ Ερντογάν, εφόσον αποφασίσει τελικά να μεταβεί στη Γενεύη.
Στόχος της ελληνικής πλευράς είναι να εξουδετερώσει τον τελεσιγραφικό χαρακτήρα που επιχειρήθηκε να δοθεί στη διαδικασία, ώστε να αποσπαστεί εκβιαστικά μια συμφωνία υπό τη δαμόκλειο σπάθη του ενδεχόμενου ναυαγίου, και να υπάρξει αυτοτελής και αυτόνομη συζήτηση του κεφαλαίου εγγυήσεις / ασφάλεια, όπου η ελληνική επιχειρηματολογία περί κατάργησης του επεμβατικού δικαιώματος και αποχώρησης, σε σύντομο χρόνο, των κατοχικών στρατευμάτων είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
Μετά τη συνάντηση που είχαν την Τετάρτη οι κ. Αναστασιάδης και Ακιντζί, ο ίδιος ο κύπριος Πρόεδρος ήρθε να επιβεβαιώσει όλους τους φόβους που εκφράζονταν το προηγούμενο διάστημα για τις επικίνδυνες ασάφειες της συμφωνίας του δείπνου της 1ης Δεκεμβρίου, όπου ο κ. Αναστασιάδης, χωρίς καμιά ένσταση, αποδέχθηκε την αναβάθμιση των συνομιλιών και τη σύγκληση διάσκεψης.
Ο κ. Αναστασιάδης παραδέχθηκε ότι η Πολυμερής Διάσκεψη, που υποστήριζε ότι θα συγκληθεί, τελικά δεν είναι ούτε εξαμερής (τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, η Κυπριακή Δημοκρατία και οι δύο κοινότητες) ούτε όμως και τετραμερής (τρεις Εγγυήτριες και η Κυπριακή Δημοκρατία), παρά μια… μορφή πενταμερούς, όπως παγίως ζητά η Τουρκία, όπου ο ίδιος μεν υποστηρίζει ότι θα συμμετάσχει με διπλή ιδιότητα, του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ηγέτη των Ελληνοκυπρίων, αφήνοντας όμως τις άλλες πλευρές και κυρίως την τουρκική να δίνουν άλλη ερμηνεία, κάνοντας λόγο για συμμετοχή των κ. Αναστασιάδη και Ακιντζί ως ηγετών των δύο κοινοτήτων. Τα μέλη του ΣΑ του ΟΗΕ απλώς θα ερωτηθούν εάν θέλουν να παραστούν, ενώ η ΕΕ θα παραστεί, χωρίς να συμμετάσχει όμως στη διαδικασία.
Η διαδικασία όμως κρύβει πολλές γκρίζες ζώνες:
Συμφωνήθηκε η κατάρτιση δύο καταλόγων με τις συγκλίσεις και τις εκκρεμότητες που παραμένουν στα ουσιώδη κεφάλαια του Κυπριακού και τα οποία εσκεμμένα «έσπρωξε» στη Γενεύη η τουρκοκυπριακή πλευρά. Στόχος είναι να γίνει το τριήμερο 9-11 Ιανουαρίου το πάρε-δώσε μεταξύ αυτών των θεμάτων, ανατρέποντας τη διαδικασία, με την οποία ήταν σύμφωνη και η Λευκωσία, για επιδίωξη κλεισίματος των κεφαλαίων ώστε να περιορισθούν οι εκκρεμότητες.
Έτσι όμως επιβάλλεται ένα νέο διαπραγματευτικό κεκτημένο και μάλιστα καταγεγραμμένο, που ανατρέπει τη βασική λογική ότι τίποτα δεν έχει συμφωνηθεί εάν δεν υπάρξει τελική συμφωνία. Οι καταγραμμένες συγκλίσεις θα αποτελούν πλέον νέο πλαίσιο για την αναζήτηση λύσης του Κυπριακού, παρά το γεγονός ότι οι παραχωρήσεις αυτές στις οποίες έχει προβεί η ελληνοκυπριακή πλευρά έγιναν με την προοπτική εξασφάλισης ανταλλαγμάτων στα κεφάλαια του εδαφικού και των εγγυήσεων, τα οποία όχι μόνο θα μένουν ανοικτά αλλά θα εξετάζονται σε διασύνδεση…
Ο κ. Αναστασιάδης δεν επέμεινε στην ανάγκη επίτευξης συμφωνίας στο εδαφικό πριν τη σύγκληση της διάσκεψης. Περιορίσθηκε απλώς στη διαβεβαίωση ότι την 11η Ιανουαρίου θα κατατεθούν οι δύο χάρτες, που θα πρέπει να είναι εντός πλαισίου συμφωνίας. Όμως έτσι διευκολύνεται η επιδίωξη της τουρκικής πλευράς για συζήτηση του κεφαλαίου εγγυήσεις / ασφάλεια, με ανοικτό το εδαφικό, προκειμένου έτσι, σε ένα πάρε-δώσε, να αποσπάσουν ανταλλάγματα σε ένα από τα δύο κεφάλαια στα οποία θεωρητικά θα έπρεπε να κάνει παραχωρήσεις (και στα δύο από αυτά) προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία.
Ο κύπριος Πρόεδρος μάλιστα με συνέντευξή του σε κυπριακή εφημερίδα έδωσε την εντύπωση ότι υπάρχει μικρή ρωγμή στην «κόκκινη γραμμή» περί κατάργησης των εγγυήσεων, αφού άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί σε ένα σύστημα εγγυήσεων του ΟΗΕ ή της ΕΕ να έχει θέση και η… Τουρκία.
Για την Αθήνα είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό κανένα είδος εγγυήσεων που θα προβλέπει επεμβατικό δικαίωμα. Επίσης δεν γίνεται καν αποδεκτό προς συζήτηση το ενδεχόμενο τα χρονοδιαγράμματα για την αποχώρηση των τούρκων στρατιωτών να μετατραπούν σε άτυπη, απροσδιόριστη χρονικά παραμονή τους στο νησί. Είναι γνωστό ότι η Αθήνα έχει μελέτες εμπειρογνωμόνων που δηλώνουν ότι είναι εφικτή η πλήρης αποχώρηση εντός 18μηνου, ενώ η τουρκική πλευρά ξεκινά με τον μαξιμαλιστικό στόχο χρονοδιαγράμματος δεκαετίας, όπου τότε θα επανεξετασθεί η πλήρης αποχώρηση και μέχρι τότε θα προβλέπεται η λειτουργία βάσης στην οποία θα εδρεύει η τουρκική στρατιωτική δύναμη.
Πρακτικά, η Τουρκία ζητά τη διατήρηση των κατοχικών στρατευμάτων στο νησί (έστω και με περιορισμό του αριθμού τους) ως …εγγυητή της εφαρμογής της συμφωνίας επανένωσης του νησιού και τερματισμού της τουρκικής κατοχής!
Στριμωγμένη η ελληνική πλευρά
Για την ελληνική πλευρά πάντως η διάσκεψη δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, καθώς θα επιχειρηθεί να μεταφερθεί στους κ. Τσίπρα και Κοτζιά η πίεση για σύγκλιση με τη θέση της Τουρκίας στο θέμα των εγγυήσεων και του τουρκικού Στρατού, για να μην τεθεί δήθεν σε κίνδυνο η όλη διαδικασία.
Συγχρόνως, και εφόσον φυσικά δεν αλλάξει ο προγραμματισμός της τουρκικής πλευράς για εκπροσώπηση με τον Ταγίπ Ερντογάν, θα υπάρχουν αρκετές δυσκολίες στη συζήτηση, καθώς εκ των πραγμάτων θα θιγούν και ζητήματα όπως αυτό της αμφισβήτησης της Συνθήκης της Λωζάννης και της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο καθώς και το Μεταναστευτικό, όπου η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας καρκινοβατεί. Ο Αλ. Τσίπρας έχει εκφράσει με κάθε τρόπο τη στήριξή του στη συμφωνία αυτή, αλλά μέσα σε ένα ιδιαίτερα αρνητικό ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι εξαιρετικά δύσκολο να ικανοποιηθούν δεσμεύσεις που είχαν αναληφθεί έναντι της Τουρκίας, όπως αυτή της κατάργησης των θεωρήσεων για τους τούρκους πολίτες.
Στην Κομισιόν επεξεργάζονται άλλες ιδέες, όπως αυτή της αναβάθμισης της τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία, από την οποία, πέραν του πολιτικού – συμβολικού μηνύματος, η κλυδωνιζόμενη τουρκική οικονομία θα κερδίσει δισεκατομμύρια δολάρια.
Όμως βασική προϋπόθεση παραμένει και πάλι το Κυπριακό, καθώς η Τουρκία από το 2004 αρνείται να επεκτείνει την εφαρμογή του Πρωτοκόλλου Τελωνειακής Ένωσης και για την Κύπρο, προκαλώντας έτσι μια σειρά βέτο στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Η Αθήνα δεν θα ήθελε με κανέναν τρόπο να υποχρεωθεί σε μια σοβαρή υποχώρηση στο θέμα των εγγυήσεων / ασφάλειας, μετά τη διασύνδεση της συζήτησης με το όλο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς ενδεχόμενη αποτυχία συναίνεσης θα συμπαρέσυρε και τις ευαίσθητες σχέσεις με την Τουρκία.
Ο βασικός γνώμονας πάντως της παρουσίας της ελληνικής και κυπριακής αντιπροσωπείας στη Γενεύη δεν μπορεί να είναι άλλος παρά μόνο η συνειδητοποίηση ότι δεν αρκεί η επίτευξη μιας οποιασδήποτε συμφωνίας, αλλά μιας συμφωνίας η οποία θα έχει ελπίδες να εγκριθεί στα δημοψηφίσματα…
Κωνσταντίνος Τσάκαλος