Για δεύτερη φορά η Αμερικανική πολιτική συνωμοτεί καταστροφικά κατά της Κύπρου, χειραγωγώντας υποτελείς ηγέτες
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, που «αλώνιζε» κυριολεκτικά στην Ουάσινγκτον μετά την πτώση του Αμερικανού Προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, έστειλε στην Αθήνα τον Αμερικανό υφυπουργό Σίσκο για να διαμεσολαβήσει -δήθεν- μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η αποστολή του, στην πραγματικότητα, ήταν να εξαπατήσει και να εμποδίσει τη χούντα να αντιδράσει ενόπλως στην τουρκική εισβολή και να προκληθεί Ελληνο-τουρκικός πόλεμος, που θα απειλούσε το ΝΑΤΟ. Σε δεύτερη φάση, μετά την πτώση της χούντας και ενώ είχε συμφωνηθεί εκεχειρία στην Κύπρο, ο ίδιος έδωσε το «πράσινο φως» στους Τούρκους να συνεχίσουν αμαχητί την αποβίβαση δυνάμεων στην Κύπρο, εμποδίζοντας την Ελλάδα να αντιδράσει. Όταν οι Τούρκοι απεβίβασαν όσες δυνάμεις ήθελαν, ανέλαβαν την επιχείρηση του Αττίλα ΙΙ.
Η Αμερικανική πολιτική, σε συνεργασία πάντοτε με τους βρετανούς, ανέλαβε, στη συνέχεια, να ολοκληρώσει την επιχείρηση Κύπρος, προωθώντας στο διπλωματικό επίπεδο μια «λύση» βασισμένη στα τετελεσμένα γεγονότα. Πάνω στη βάση αυτή εφευρέθηκε η ιδέα της «διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα»!
Μεσολάβησαν 42 χρόνια και έγιναν άπειροι κύκλοι «διακοινοτικών διαπραγματεύσεων». Η αίτηση της Κύπρου για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάσθηκε ως μια χρυσή ευκαιρία για να χρυσωθεί το χάπι μιας απαράδεκτης «λύσεως» με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι η απόπειρα του σχεδίου Ανάν το 2004. Στο σχέδιο αυτό ενσωματώθηκαν επιτηδείως όλες οι παραχωρήσεις που απεσπάσθησαν από την Ελληνική πλευρά και προστέθηκαν σʼ αυτές πολλές άλλες, είτε με απροκάλυπτο τρόπο είτε με τη γνωστή μέθοδο της «επικοδομητικής ασάφειας».
Ο Κυπριακός λαός, παρά την πλύση εγκεφάλου και τις απειλές ότι θα χάσει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή ένωση, απέρριψε, με συντριπτική πλειοψηφία 76% το σχέδιο Ανάν. Λογικά, μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Κύπρος θα έπρεπε να αναθεωρήσει ριζικά τη στρατηγική της. Ο αγώνας της κατά της Τουρκικής κατοχής θα έπρεπε να τεθεί στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο, με δεδομένο το γεγονός ότι οι βασικές Ευρωπαϊκές αρχές και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο συνιστούν συμβατικό, υποχρεωτικό καθεστώς για όλες τις χώρες-μέλη. Δεν μπορεί η Κύπρος να συζητά λύση του Κυπριακού που να μην είναι συμβατή με τις Ευρωπαϊκές αρχές και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Η Κύπρος είχε επίσης στη διάθεσή της τα δικαιώματα της χώρας-μέλους, με τα οποία μπορούσε να ασκήσει σοβαρή επιρροή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να υπερασπίσει τα ζωτικά της συμφέροντα. Αντί όμως να πράξει το αυτονόητο, δέχθηκε πάλι να επανεγκλωβισθεί σε μια χρεοκοπημένη διαδικασία ατέρμονων διακοινοτικών διαπραγματεύσεων, στις οποίες -για να τις συντηρεί σε ζωή- προέβαινε, σε κάθε νέο κύκλο, σε νέες υποχωρήσεις.
Η εσωτερική πίεση για έναν τέτοιο προσανατολισμό δεν προερχόταν μόνο από την ηγεσία του ΔΗΣΥ, που είχε προνομιακές σχέσεις με τον Αμερικανικό και τον Βρετανικό παράγοντα. Προερχόταν επίσης από το ΑΚΕΛ, το οποίο ανέπτυξε διόλου ευκαταφρόνητες σχέσεις με τους δύο αυτούς παράγοντες, με επιχείρημα τη «συνδρομή» τους για τη λύση του Κυπριακού. Εισήγαγε επίσης ως υψηλή προτεραιότητα την περίφημη πολιτική της «προσεγγίσεως» με τους Τουρκοκυπρίους, προσδίδοντας σʼ αυτήν ψευδοϊδεολογικές και ανεδαφικές διαστάσεις. Οι Τουρκοκύπριοι, δυστυχώς, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν διαχωρίζουν τη θέση τους από το ψευδοκράτος, ενώ το τελευταίο ταυτίζεται, βεβαίως, με την Άγκυρα και εξαρτάται πλήρως από αυτήν. Υπό τις συνθήκες αυτές, η «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους καταλήγει να είναι προσέγγιση με το ψευδοκράτος και τα τετελεσμένα γεγονότα. Δεν εκπλήττει γιʼ αυτό η σύμπτωση, σήμερα, πολιτικής μεταξύ των ηγεσιών των δύο κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ.
Η Αμερικανική πολιτική έχει ως πρωταγωνιστή σήμερα στην παρέμβασή της στο Κυπριακό την υφυπουργό για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις Βικτώρια Νούλαντ, γνωστό γεράκι της ψυχροπολεμικής πολιτικής, που έγινε ιδιαίτερα γνωστή από τον ρόλο της στην Ουκρανία. Ο καημός της, βεβαίως, δεν είναι «η δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού». Είναι το μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο, που έχει εμπλουτισθεί τώρα και με τα πολύ σημαντικά ενεργειακά αποθέματα που έχουν εντοπισθεί στον βυθό της. Είναι επίσης το παιχνίδι με την Τουρκία, που εκβιάζει και απειλεί με προσέγγιση με τη Ρωσία και την Ευρασιατική Ένωση της Σαγκάης.
Η Βικτώρια Νούλαντ εκφράζει την επιθετική και εντόνως αντι-Ρωσική πολιτική του διδύμου Ομπάμα – Κλίντον. Η πολιτική των τελευταίων στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα στον πόλεμο της Συρίας οδήγησε σε στρατηγική ήττα τις ΗΠΑ. Ματαιώθηκαν επίσης τα σχέδια για την κατασκευή αγωγού που θα μετέφερε φυσικό αέριο από το Κατάρ, προς υποκατάσταση του Ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Ως γνωστόν, η επιδίωξη αυτή είναι μόνιμη εμμονή της στρατηγικής των ΗΠΑ.
Η Νούλαντ επιχειρεί τώρα με τη σπουδή της να επιβάλει «λύση» στο Κυπριακό τους εξής στόχους:
• Να καταλύσει την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία και να την υποκαταστήσει από ένα διζωνικό μόρφωμα, που δεν θα έχει καμιά ανεξαρτησία και κυριαρχία και θα είναι υπό πλήρη «Δυτικό» έλεγχο, σε συνεργασία με την Τουρκία.
• Να δέσει την Τουρκία με τη Δύση, εξασφαλίζοντάς της τεράστια στρατηγικά και ενεργειακά πλεονεκτήματα. Τα στρατηγικά πλεονεκτήματα θα είναι ο έλεγχος της Κύπρου, σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, και η αναβάθμιση των σχέσεών της, μέσω Κύπρου, με την Ευρώπη. Τα ενεργειακά θα είναι η «συμμετοχή» της στα ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου, κατά πρώτο λόγο μέσω Κύπρου.
Σημειώνεται σχετικά ότι δεν υπάρχει, βεβαίως, σήμερα οριοθέτηση μεταξύ της ΑΟΖ της Κύπρου και της Τουρκίας. Η οριοθέτηση θα γίνει αναγκαστικά μετά τη «λύση». Ποιος θα υπερασπισθεί τότε την Κυπριακή ΑΟΖ, όταν δεν θα υπάρχει πλέον Κυπριακή Δημοκρατία και όταν το Τουρκοκυπριακό συγκυρίαρχο και ισότιμο «κράτος» θα συνταχθεί, βεβαίως, με τις διεκδικήσεις της Άγκυρας; Η τελευταία θα πάρει ουσιαστικά ό,τι θέλει και δεν θα αρκεσθεί επιπλέον στην ΑΟΖ της Κύπρου, με βάση τις γνωστές θεωρίες της. Θα διεκδικήσει επίσης μέρος της ΑΟΖ της Ελλάδος στο τρίγωνο Ελλάδα – Κύπρος – Αίγυπτος. Αντιλαμβάνεται κανείς τι είδους στρατηγική ήττα θα υφίστατο, στην περίπτωση αυτή, Ελλάδα και Κύπρος; Οι υποχωρήσεις στις οποίες προέβη ο Κύπριος Πρόεδρος στο περίφημο δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου έχουν φέρει την Ελληνική πλευρά σε δεινή θέση. Η μόνη διέξοδος είναι να επιμείνει η Αθήνα στην κατάργηση των εγγυήσεων και στην αποχώρηση του κατοχικού στρατού και στη ρυμούλκηση στη θέση αυτή και του ανεκδιήγητου Κύπριου Προέδρου, ο οποίος με τους ερασιτεχνισμούς και τυχοδιωκτισμούς του έχει απαξιωθεί πλήρως ως εκπρόσωπος και διαπραγματευτής του Κυπριακού Ελληνισμού.