Έτσι βοηθάει η βιταμίνη D τους ασθενείς με Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα Εντέρου

«Η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την υγεία των οστών, επειδή βοηθά τον οργανισμό να απορροφήσει το ασβέστιο που λαμβάνει μέσω της διατροφής. Επίσης, μελέτες έχουν συσχετίσει την ανεπάρκεια της βιταμίνης D με ορισμένες ασθένειες, όπως με τη ραχίτιδα, τον καρκίνο του προστάτη, την άνοια, ακόμα και με καρδιοπάθειες. Τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν ενοχοποιηθεί και στο παρελθόν ως παράγοντας κινδύνου για επιδείνωση της πορείας των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου», σύμφωνα με το γενικό χειρουργό Δρ. Αναστάσιο Ξιάρχο – διευθυντή της χειρουργικής κλινικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Ιατρικού Περιστερίου και πρόεδρο της Επιστημονικής Εταιρείας Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής.

Προκειμένου να εξετάσουν περαιτέρω την επίδραση της έλλειψης βιταμίνης D σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Pittsburgh πραγματοποίησαν μια μελέτη σε 965 ασθενείς, το 62% των οποίων έπασχαν από τη νόσο του Crohn και το 38% από ελκώδη κολίτιδα. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων στη μελέτη ήταν τα 44 έτη, με το 52,3% να είναι γυναίκες.

Κατά την έναρξη της μελέτης στο 8,9% των ασθενών διαπιστώθηκε ανεπάρκεια βιταμίνης D, η οποία ήταν υψηλότερη στους νέους άνδρες. Κατά τη διάρκεια της 5ετούς παρακολούθησης, οι ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D χρειάζονταν σημαντικά περισσότερα στεροειδή, υπολογιστικές τομογραφίες, επισκέψεις σε τμήματα επειγόντων περιστατικών, νοσηλείες και χειρουργικές επεμβάσεις, συγκριτικά με τα άτομα που είχαν φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D. Στους ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D δεν υπήρχε καμία ένδειξη για υψηλότερους δείκτες φλεγμονής, όπως η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη ή ταχύτητα καθίζησης ερυθρών, ούτε για ελλιπή συμμόρφωση στη θεραπεία ή λιγότερες επισκέψεις σε κλινικές.

Για τον έλεγχο της επίδρασης των επιπέδων της βιταμίνης D στη βαρύτητα της νόσου οι ερευνητές πραγματοποίησαν ανάλυση σε μια υποομάδα των ασθενών σε κλινική ύφεση κατά την έναρξη της μελέτης. Σε αυτή την ομάδα, οι περισσότεροι ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D χρειάζονταν στεροειδή (51% έναντι 37% εκείνων με φυσιολογικά επίπεδα) και το 34% χειρουργική επέμβαση εξαιτίας των ΙΦΝΕ (έναντι 22%). Επιπλέον, στους ασθενείς με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D που λάμβαναν συμπληρώματα βιταμίνης D παρατηρήθηκε σταδιακή μείωση της ανάγκης τους για υγειονομική περίθαλψη κατά τη διάρκεια των 5 χρόνων της παρακολούθησης, ενώ στα άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D που δεν λάμβαναν συμπληρώματα η ανάγκη για υγειονομική περίθαλψη αυξήθηκε.

Οι ερευνητές κατέληξαν ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι σύνηθες φαινόμενο σε ασθενείς με ΙΦΝΕ και συνδέονται με υψηλότερη νοσηρότητα και σοβαρότητα της νόσου, που σηματοδοτεί την πιθανή σημασία της παρακολούθησης και θεραπείας της βιταμίνης D.

Όπως μας εξηγεί ο Δρ. Αναστάσιος Ξιάρχος, η σημασία της μελέτης έγκειται στη μεγάλη διάρκεια παρακολούθησης των ασθενών. Από τα ευρήματα φάνηκε ότι τα επίπεδα της βιταμίνης D είναι ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για χειρότερη έκβαση των ασθενών με ΙΦΝΕ. Το ευτυχές είναι ότι όσοι είχαν υψηλότερα επίπεδα βιταμίνης D δεν είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη νοσηλείας, καθώς η συνολική υγεία τους ήταν σε καλύτερη κατάσταση.


Σχολιάστε εδώ