Φοβού τις εκλογές…
Οι πιθανότητες ο Αλ. Τσίπρας να προσφύγει εκ νέου στη λαϊκή ετυμηγορία είναι απειροελάχιστες έως μηδενικές, καθώς αυτό περισσότερο θα περιέπλεκε παρά θα διευκόλυνε τα πράγματα. Ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει τους πολιτικούς του αντιπάλους να προβληματίζονται και να ανησυχούν.
Οι σχετικές φήμες που ανακυκλώνονται τις τελευταίες ημέρες αποτελούν αντικείμενο συζήτησης στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Η διεξαγωγή εκλογών είναι το τελευταίο που θα επιθυμούσε αυτήν τη στιγμή ο Κυρ. Μητσοτάκης, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η προσπάθεια ανασυγκρότησης του κόμματος, ενώ έχει μπροστά του και το Συνέδριο. Η Νέα Δημοκρατία έχει μπει σε ένα μεταβατικό στάδιο και δεν είναι έτοιμη να ανταπεξέλθει, οργανωτικά τουλάχιστον, στις ανάγκες μιας προεκλογικής περιόδου.
Επιπλέον, η νέα ηγεσία δεν είναι σε θέση να παρουσιάσει στον ελληνικό λαό μια συνολική πρόταση για τη χώρα που θα διαφέρει από αυτή της κυβέρνησης και -το κυριότερο- θα μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους δανειστές. Άλλωστε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης κατά την εκλογή του στην ηγεσία είχε ζητήσει περίοδο χάριτος 111 ημερών προκειμένου να είναι έτοιμος να αμφισβητήσει τον κ. Τσίπρα. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι εύλογη η ανησυχία που εκπέμπεται από τη Λ. Συγγρού αναφορικά με τα σενάρια των πρόωρων εκλογών. Το ενδεχόμενο η ανησυχία αυτή να είναι τεχνητή για τη δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων από πλευράς κυβέρνησης δεν συγκεντρώνει πολλούς υποστηρικτές.
Ανησυχία υπάρχει ωστόσο και στο εσωτερικό των κομμάτων της ελάσσονος αντιπολίτευσης, ο Στ. Θεοδωράκης μάλιστα έσπευσε να τη δημοσιοποιήσει επισημαίνοντας ότι η εκ νέου προσφυγή στις κάλπες θα ήταν καταστροφική για την οικονομία και τη χώρα γενικότερα. Η αντίδρασή του αυτή πρέπει να αποδοθεί κατά βάση στη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει το Ποτάμι, αφού από τη μια υπάρχει κλίμα αμφισβήτησης για την πορεία που ακολουθεί το κόμμα και από την άλλη οι χαμηλές επιδόσεις που καταγράφονται στις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Οι προοπτικές προδιαγράφονται δυσοίωνες, με αρκετούς να προεξοφλούν ότι στις επόμενες εκλογές, όποτε αυτές κι αν γίνουν, το Ποτάμι δεν θα καταφέρει να πιάσει το όριο (3%), ήδη λένε στελέχη του ότι σήμερα βρίσκεται στο 1,5%, που σημαίνει ότι θα μείνει εκτός Βουλής. Ανάλογη κατάσταση, αν και όχι το ίδιο τεταμένη, επικρατεί στις τάξεις της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ), που δείχνει να απειλείται από την παρουσία του Κυρ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας. Υπό τον φόβο των διαρροών που μπορεί να αφήσουν το κόμμα εκτός Κοινοβουλίου, η Φ. Γεννηματά επιχειρεί μια μάλλον αναιμική προσπάθεια ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς, χωρίς όμως να συναντά ιδιαίτερη προθυμία. Όσον αφορά τους Ανεξάρτητους Έλληνες, το ερώτημα που τίθεται από πολλές πλευρές είναι αν θα καταφέρει να επιβιώσει από μια νέα εκλογική αναμέτρηση. Μέχρι στιγμής, το κόμμα του κ. Καμμένου έχει αποδειχθεί ανθεκτικό και οι ψηφοφόροι που τον στηρίζουν δείχνουν να είναι «μπετόν-αρμέ», ωστόσο σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι συνθήκες που θα επικρατούν τη δεδομένη χρονική στιγμή. Αν, δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί τις δυνάμεις του και τις πιθανότητες για μια νέα νίκη ή η Νέα Δημοκρατία θα είναι πρώτο κόμμα. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι από τις εκλογές ενισχυμένη θα βγει η Ένωση Κεντρώων, λόγω της τακτικής που ακολουθεί ο Β. Λεβέντης.
Αλλαγή εκλογικού νόμου
Πιο πιθανό από την προσφυγή στις κάλπες θεωρούν στη Νέα Δημοκρατία το σενάριο της αλλαγής του εκλογικού νόμου, με αφορμή και τις πρόσφατες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών. Το ζήτημα αποτελεί προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά από το Μέγαρο Μαξίμου δεν υπάρχει ακόμη ούτε καπνός ούτε φωτιά. Στη Λ. Συγγρού εκτιμούν ότι ο πρωθυπουργός θα προχωρήσει σε αλλαγή του νόμου προς το αναλογικότερο στην περίπτωση που διαπιστώσει ότι χάνει τις επόμενες εκλογές. Η κατάργηση του μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα θα δυσκολέψει σε μεγάλο βαθμό την προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να σχηματίσει κυβέρνηση. Στελέχη της μάλιστα επισημαίνουν ότι κάτι τέτοιο θα είναι ακόμη πιο δύσκολο λόγω του ότι τα περιθώρια συμμαχιών με άλλα κόμματα θα είναι ιδιαιτέρως περιορισμένα. Απόντος του Ποταμιού ή ακόμη και της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα έχει πού να στραφεί προκειμένου να συγκροτήσει την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ακόμη και στην περίπτωση που τα καταφέρει (Ένωση Κεντρώων), οι συμβιβασμοί που θα χρειαστεί να κάνει θα είναι επώδυνοι και οι παραχωρήσεις σημαντικές.