Το τέλος της γερμανικής Ευρώπης
Όμως υπάρχει και η απλή, κυνική λογική των αριθμών:
Καταρχήν, η Γερμανία εξελίσσεται σε μια χώρα γερόντων, με σοβαρή έλλειψη νέων (και, ιδανικά, φθηνών) εργατικών χεριών που θα εξασφαλίσουν τη συνεχή επέκταση της γερμανικής βιομηχανίας, αλλά και την επιβίωση του ασφαλιστικού της συστήματος και του γερμανικού κράτους πρόνοιας. Γι’ αυτό και αρχικά το λόμπι των γερμανών βιομηχάνων στήριξε την πολιτική του καλωσορίσματος των χιλιάδων σύριων προσφυγών.
Επιπλέον, η ζώνη Σένγκεν, η δυνατότητα ελεύθερης και γρήγορης κυκλοφορίας ανθρώπων και προϊόντων σε όλη την Κεντρική, Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη, είναι ένα από τα θεμέλια της γερμανικής οικονομικής δύναμης. Δημιουργεί το πρώτο, βασικό επίπεδο «ζωτικού χώρου» που χρειάζεται η γερμανική βιομηχανία για να εξαπλωθεί.
Όμως, το δεύτερο απαραίτητο επίπεδο είναι τα Βαλκάνια και η ΝΑ Ευρώπη. Όπου από το τέλος του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου η γερμανική και αυστριακή οικονομική και πολιτική διείσδυση είναι μεθοδική, οργανωμένη και εκτεταμένη. Γι’ αυτό και για το Βερολίνο η σταθερότητα της περιοχής πρέπει να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο.
Με όλα αυτά τα δεδομένα, η πολιτική της Μέρκελ είναι, λογικά, απολύτως σωστή. Και μια Ευρώπη 500 εκατομμυρίων ανθρώπων μπορεί, αν συνεργαστεί, να απορροφήσει ένα με δύο εκατομμύρια πρόσφυγες χωρίς μεγάλες αναταράξεις. Όμως η γερμανίδα καγκελάριος έρχεται σήμερα αντιμέτωπη με το τέρας που η ίδια, από το 2010 και μετά, εξέθρεψε.
Η Άνγκελα Μέρκελ και το σύστημα συμφερόντων που στηρίζει τη διακυβέρνηση και τις επιλογές της δημιούργησαν ένα κλίμα φόβου και διχασμού που έκοψε την Ευρώπη στα δύο προκειμένου να επεκτείνουν την ισχύ τους. Από τη μια μεριά ήταν οι ενάρετοι «έχοντες» και από την άλλη οι φτωχοί, σπάταλοι απατεώνες που επιβουλεύονταν τα πλούτη και την ευημερία τους. Κάθε πραγματική έννοια ευρωπαϊκής αλληλεγγύης εξέπεσε και, αντίθετα, ενισχύθηκε η επιδίωξη με κάθε μέσο του στενού, εθνικού συμφέροντος, ακόμη κι όταν αυτό συνέθλιβε εκατομμύρια ευρωπαίων πολιτών.
Οπότε είναι μάλλον αναμενόμενο, τώρα που όλο το οικοδόμημα που εξέθρεψε τη γερμανική ηγεμονία κινδυνεύει, να μην απαντά κανείς στα αιτήματά της για βοήθεια. Και να προδίδεται από τους ίδιους τους γερμανικούς δορυφόρους σε Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, που η ίδια χρησιμοποίησε και εξέθρεψε.
Το πολιτικό αδιέξοδο
Μετά τους Ανατολικοευρωπαίους και Κεντροευρωπαίους που αρνήθηκαν στυλώνοντας τα πόδια να πάρουν έστω και μερικές χιλιάδες προσφύγων στις χώρες τους, την πολιτική Μέρκελ στο Προσφυγικό εγκαταλείπουν, ένας προς έναν, και οι βορειοευρωπαίοι σύμμαχοί της. Η Αυστρία ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι το 2016 θα δεχθεί μόνο 37.500 πρόσφυγες, ενώ η Σουηδία, που έχει εδώ και μήνες κλείσει τα σύνορά της, μιλά για 60-80.000 απελάσεις και η Φινλανδία για 20.000.
Στο εσωτερικό της Γερμανίας, η πολιτική πίεση στην καγκελάριο να ορίσει ένα ανώτατο όριο προσφύγων που θα δεχθεί η Γερμανία και να επεκτείνει χρονικά τους ελέγχους στα σύνορα ήταν πλέον τεράστια. Και μπορεί αρχικά ο κύριος μοχλός να ήταν ο ηγέτης του βαυαρικού αδελφού κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών, αλλά, σταδιακά, μετακινήθηκαν σε μια περισσότερο κριτική στάση απέναντί της, τόσο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας όσο και ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών, που αποτελεί και τον κυβερνητικό της εταίρο.
Με εκλογικές αναμετρήσεις σε τρία γερμανικά κρατίδια να αναμένονται για τον Μάρτιο και τα εκλογικά ποσοστά τους να μειώνονται σημαντικά στις δημοσκοπήσεις, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Και εκεί ξεκίνησε η σταδιακή, και σε χαμηλούς τόνους, αναστροφή της πολιτικής στο Προσφυγικό.
Την Πέμπτη ανακοινώθηκε το δεύτερο προσχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του καθεστώτος ασύλου. Σε αυτό περιλαμβάνεται η ανακήρυξη του Μαρόκου, της Τυνησίας και της Αλγερίας σε «ασφαλείς» χώρες, ώστε να διευκολυνθεί η απέλαση όσων φθάνουν στη Γερμανία από τις χώρες αυτές, η καθυστέρηση της δυνατότητας οικογενειακής συνένωσης για όσους λαμβάνουν καθεστώς προσωρινής προστασίας, αλλά και η δυνατότητα άμεσης απέλασης όσων στις χώρες τους έχουν καταδικαστεί (ακόμη και με αναστολή), για σωματικές επιθέσεις, κλοπές και επιθέσεις κατά της αστυνομίας.
Τα σενάρια εξόδου που μαγειρεύονται
Η πρώτη πολιτική επιλογή της Μέρκελ με το ξέσπασμα της κρίσης ήταν η προσπάθειά της να δημιουργηθεί ένα ευρωπαϊκό σύστημα ποσοστώσεων για την κατανομή των προσφύγων. Όταν αυτό απέτυχε ακολούθησε η προσπάθεια να δωροδοκηθεί η Τουρκία. Όμως οι ανατολίτες γείτονες δεν περιορίζουν τις ροές μέχρι να εξασφαλίσουν όσα περισσότερα μπορούν, και πολλοί Ευρωπαίοι αρνούνται να πληρώσουν τους Τούρκους.
Το επόμενο «σχέδιο» φαίνεται να είναι ο εγκλωβισμός των προσφύγων στην Ελλάδα. Ήδη, το χαλί στρώνεται με την έκθεση της Κομισιόν για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας μας στο πλαίσιο της Σένγκεν. Όλοι γνωρίζουν ότι είναι αδύνατο για τη χώρα μας να καταγράψει και να ελέγξει επαρκώς τις δεκάδες χιλιάδες των προσφύγων που, ανά εβδομάδα, φθάνουν στη χώρα μας. Πολύ περισσότερο να τους φιλοξενήσει σε αξιοπρεπείς συνθήκες. Και όταν μιλούν για «αποτροπή», αυτό που ζητείται είναι οι ξεχειλισμένες από ανθρώπους βάρκες να σπρώχνονται προς τα τουρκικά ύδατα και να μη γίνονται διασώσεις όταν αυτές ναυαγούν. Έτσι ώστε ο διάπλους του Αιγαίου να σταματήσει να είναι «ελκυστικός».
Όμως, προκειμένου να δείξουν ότι κάτι κάνουν και να κερδίσουν λίγο χρόνο έως ότου οι πρόσφυγες βρουν μια άλλη διαδρομή, η τελική λύση είναι ο αποκλεισμός της Ελλάδος. Αναστολή της Σένγκεν για δύο χρόνια (ώστε να διατηρηθούν οι συνοριακοί έλεγχοι) και αποστολή αστυνομικών δυνάμεων από όλα τα ευρωπαϊκά κράτη στα σύνορα των Σκοπίων με την Ελλάδα. Να βοηθηθεί, δηλαδή, από την Ευρωπαϊκή Ένωση μια χώρα μη μέλος να σφραγίσει τα σύνορά της με μια χώρα μέλος. Το οποίο, φυσικά, πέρα από πολιτικά και λογικά απαράδεκτο είναι και νομικά αδύνατο. Αλλά εκεί έρχεται ο γνωστός, φίλος της Ελλάδας, Γιούνκερ, που έχει ήδη στείλει επιστολή ότι θα στηρίξει την ΠΓΔΜ στην προσπάθειά της και θα κινητοποιήσει ένα σύστημα διμερών διακρατικών συμφωνιών που θα καλύψει την αθλιότητα.
Την «πολιτική» αυτή θα συμπληρώσει η θέσπιση μιας νόμιμης οδού μετανάστευσης από τα προσφυγικά στρατόπεδα στην Τουρκία προς τον ευρωπαϊκό Βορρά. Μόνο που σε στρατόπεδα στην Τουρκία ζει μόνο το 2% των σύριων προσφύγων, ενώ οι υπόλοιποι ζουν διασκορπισμένοι στις φτωχογειτονιές των τουρκικών πόλεων.
Ταυτόχρονα οι Βορειοευρωπαίοι μιλούν για δεκάδες χιλιάδες απελάσεις. Αυτό που δεν υπολογίζουν, όμως, είναι ότι οι διαδικασίες αυτές είναι εξαιρετικά προβληματικές, καθώς ούτε οι χώρες προέλευσής τους τους δέχονται πίσω, αλλά και οι ίδιοι οι πρόσφυγες και μετανάστες εγκαταλείπουν τα κέντρα φιλοξενίας και χάνονται στον κοινωνικό ιστό.
Τέλος, η Ολλανδία διακινεί την ιδέα όσοι πρόσφυγες φθάνουν στην Ελλάδα να μεταφέρονται με εμπορικά πλοία πίσω στην Τουρκία. Αν, και πάλι, ξεπεράσουμε τη βίαιη κατάλυση του Διεθνούς Νόμου που αυτό συνεπάγεται, πρώτον, η Τουρκία αποκλείεται να τους δεχτεί πίσω και, δεύτερον, μια τέτοια επιχείρηση απαιτεί την ύπαρξη χιλιάδων αστυνομικών ή και στρατιωτικών που θα την αναλάβουν, οι οποίοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με εξαγριωμένους πρόσφυγες που θα αντιστέκονται με κάθε μέσο.
Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι κανένα από αυτά τα σενάρια δεν πρόκειται να φέρει σημαντική μείωση των προσφυγικών ροών. Αυτό που θα συμβεί, αντίθετα, είναι η ενίσχυση των κεντρόφυγων δυνάμεων που διαλύουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και η κατάρρευση της Ευρώπης, όπως μέχρι σήμερα τη γνωρίζουμε. Χωρίς κανείς να μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει ποια θα είναι η επόμενη κατάσταση.