Χωρίς χρήματα, σχέδιο και όραμα, η παιδεία οδηγείται στην απαξίωση

Έκτοτε, η οικονομική ύφεση αποτυπώνεται εύλογα από τις συνεχείς μειώσεις του ΑΕΠ (συνολική μείωση κατά -24,6% την περίοδο 2008-2013) οπισθοδρομώντας ελαφρά υψηλότερα από την τιμή του ΑΕΠ το 2003, από 242,1 δισ. ευρώ το 2008 σε 182,4 δισ. ευρώ το 2013.

Η πολιτική των συνεχόμενων Μνημονίων και των οριζόντιων και άδικων μειώσεων έχει επιδεινώσει δραματικά την ποιότητα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.

Στην Ετήσια Έκθεση για την εκπαίδευση (2015), που την περασμένη Τρίτη δημοσιοποίησε το ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ, κύρια χαρακτηριστικά της διαλυτικής επίδρασης της πολιτικής της λιτότητας στον χώρο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα, όπως αυτή προκύπτει από τη σύγκρισή της με τα συστήματα των υπολοίπων 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι:

• Η σημαντική υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση μειώθηκαν την περίοδο 2008-2013 κατά 29,3% από 8,32 δισ. ευρώ το 2008 σε 5,83 δισ. ευρώ το 2013, τόσο του τακτικού προϋπολογισμού του υπουργείου Παιδείας (κατά 33,5% την περίοδο 2009-2013, από 7,37 δισ. ευρώ το 2009 σε 4,90 δισ. το 2013), που καλύπτει τις λειτουργικές δαπάνες της εκπαίδευσης, όσο και του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, που καλύπτει -κυρίως- δαπάνες υποδομών στην εκπαίδευση (μείωση κατά 30,9% την περίοδο 2008-2013). Το πρόβλημα των υποδομών στην εκπαίδευση εστιάζεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ενώ ιδιαίτερα οξυμένο εμφανίζεται στην προσχολική εκπαίδευση, οι υποδομές της οποίας δεν καλύπτουν το σύνολο των αναγκών των νηπίων και προνηπίων. Επίσης, στο σύνολο των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζονται σοβαρότατα προβλήματα και ελλείψεις, τόσο στις φυσικές υποδομές (κτήρια) όσο και στις υποστηρικτικές υποδομές (χώροι εστίασης, εργαστηριακές υποδομές, χώροι πολλαπλών δραστηριοτήτων) και στους εκπαιδευτικούς πόρους (κατάλληλα διδακτικά υλικά, εξοπλισμός σε διδακτικά μέσα, αναλώσιμα και λειτουργικές δαπάνες).

• Η έξαρση των εκπαιδευτικών / κοινωνικών ανισοτήτων. Η εφαρμογή ακραίων νεοφιλελεύθερων προσεγγίσεων στον χώρο της εκπαίδευσης διεύρυνε τις εκπαιδευτικές, άρα και τις κοινωνικές ανισότητες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα σημειώνει το μεγαλύτερο εύρος ανισοκατανομής πόρων ανάμεσα σε προνομιούχα (από κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική άποψη) δημόσια και ιδιωτικά σχολεία (με την έδρα τους κυρίως στα μεγάλα και πολύ μεγάλα αστικά κέντρα) και στα μη προνομιούχα σχολεία (με έδρα σε χωριά και αγροτικές περιοχές, ηπειρωτικές και νησιωτικές).

• Το επαγγελματικό αδιέξοδο των νέων. Ενώ μειώθηκε ο δείκτης της σχολικής διαρροής (9% το 2013), τιμή που ήδη βρίσκεται κάτω από τον στόχο της ΕΕ για το 2020 (το 10%), δεν έχει επιτευχθεί ισότιμα ως προς το φύλο των μαθητών, με το ποσοστό σχολικής διαρροής των αγοριών να είναι 11,5% έναντι 6,6% των κοριτσιών. Επίσης, η χώρα μας εμφανίζεται ανάμεσα στους ευρωπαίους «πρωταθλητές» της ανεργίας των νέων ανθρώπων με πτυχίο και παράλληλα εμφανίζει ραγδαία αύξηση του αριθμού των NEETs (των νέων ανθρώπων έξω από την εκπαίδευση, την εργασία και την κατάρτιση).

• Με φτωχά εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Συνάρτηση της υποχρηματοδότησης και κυρίως των αναποτελεσματικών προγραμμάτων σπουδών, που το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να εκσυγχρονίσει, είναι οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας στα παραγόμενα εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Οι μαθητές των ελληνικών σχολείων καταλαμβάνουν τις τελευταίες θέσεις στην επίδοση στα βασικά γνωστικά αντικείμενα (Μαθηματικά, Γλώσσα, Φυσικές Επιστήμες), ενώ τα ποσοστά των μαθητών του γυμνασίου που επαναλαμβάνουν την τάξη ή προάγονται / απολύονται οριακά είναι υπερβολικά υψηλά (ένας στους πέντε μαθητές στο γυμνάσιο, ένας στους τρεις μαθητές στα γενικά λύκεια και περίπου ένας στους δύο μαθητές στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση).

• Ουραγοί στην εκπαιδευτική πρωτοπορία και καινοτομία. Στους επτά διαθέσιμους στόχους που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να διαπιστωθεί η πρόοδος εκσυγχρονισμού των εκπαιδευτικών συστημάτων, η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε κανέναν από αυτούς μέσα στην πρώτη σε επίδοση πεντάδα χωρών (top 5), την ώρα που χώρες με αντίστοιχα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα (Σλοβακία, Πορτογαλία, Εσθονία, Λετονία κ.λπ.) εμφανίζουν σαφώς καλύτερη εικόνα, που πέραν της υποχρηματοδότησης της εκπαίδευσης αναδεικνύει σε μείζον ζήτημα την αναβάθμιση της ποιότητας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.

Με λίγα λόγια, η εικόνα της ελληνικής πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε σύγκριση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι προκαλεί βαθύτατη ανησυχία για το μέλλον των νεότερων γενεών, ναρκοθετεί την όποια προσπάθεια για ανάπτυξη και απειλεί την κοινωνική συνοχή και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα των ευκαιριών, σε σημείο που οι γονείς πλέον στερούνται καταβάλλοντας στην αγορά της εκπαίδευσης το υστέρημά τους για να στηρίζουν τη δυνατότητα επιλογών στο παιδί τους.

Το ζήτημα είναι βαθύτατα πολιτικό: Για δεκαετίες η εκπαίδευση προχωρά χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, επάρκεια πόρων και αίσθηση του μέτρου, χωρίς όραμα, υφίσταται αλλά επί της ουσίας δεν λειτουργεί.


Σχολιάστε εδώ