ΕΨΑΧΝΑ ΝΑ ΒΡΩ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΦΤΑΣΑ ΣΤΟ ΤΑΜΕΙΟ
Ήτανε ξημερώματα
καί ξαφνικά πονάω
ο πανικός μέ τάραξε
κι αρχίζω νά ξερνάω.
•••
Είχα πολλές ασθένειες
κι όλες μέ βασανίζαν
τά σπλάχνα μέ πονούσανε
τά κόκαλά μου τρίζαν.
•••
Βάσανο εκατάντησα
ο τής οικογενείας
όλοι μέ ανεχόντανε
λόγω τής ευγενείας.
•••
Σάπιζα ανυπόφορα
καί ζούσα ξεχασμένος
σ’ ένα κρεβάτι ξύλινο
κουρέλια σκεπασμένος.
•••
Έτρωγα ό,τι έμενε
από τό φαγητό τους.
Αυτοί μόνο υπήρχανε
αυτοί κι ο εαυτός τους.
•••
Μέρα τήν μέρα λύγιζα
κι έγινα ένας σπάγκος
έτοιμα ήταν τής ταφής
σάβανα ώς κι ο Βάγγος.
•••
Ο Βάγγος τών τελεταρχών
τό τελικό γραφείο
ο ιεράρχης ταξιδιών
μέ σήμα καί λοφίο.
[…]
Σάν ήρθαν τά χαράματα
πάγωνα από τό κρύο
ένιωθα πώς κολύμπαγα
Πρέβεζα μέχρι Ρίο.
•••
Βρήκα τότε τήν δύναμη
μέσα στήν αγωνία
κι έκανα μέ τόν Σατανά
μιά κάποια συμφωνία.
•••
Φόρεσα τά κουρέλια μου
καί πήρα τά δρομάκια
ενώ βροντοχτυπάγανε
όργανα στά μπαράκια.
•••
Λεωφορείου μηδενός
τό χιόνι νά ραντίζει.
Αδέκαρος καί βρόμικος
–τό τέλος μου αρχίζει.
•••
Βάδιζα Μαραθώνιο
ευχόμουν νά τελειώσω
(τουλάχιστον μιά κλινική
στό δρόμο ν’ ανταμώσω).
•••
Καί θεός τών χριστιανών
μού στέλνει θεέ μου κάποια.
Πέφτω στά σκαλοπάτια της
κι ουρλιάζω όπως πάπια.
•••
Ήρθανε τά χαράματα
καί βγαίνει μία κάσα.
Τήν άφησα στό πρόθυρο
νά πάρουν μιάν ανάσα.
•••
Πρόσεξα πώς δέν είδανε
πού ήμουν ξαπλωμένος
σχεδόν ετοιμοθάνατος
πλήρως απελπισμένος.
•••
Όπως χασκογελούσανε
τήν ευκαιρία βρήκα
καί κρύβομαι στό φέρετρο
μέ πάνω μου τό ΙΚΑ.
•••
Η ζεστασιά περίφημη
καί τό ‘ριξα στόν ύπνο.
Όταν ξημέρωσ’ η αυγή
τόν Μυστικό της Δείπνο
•••
βρισκόμουνα στήν κόλαση
λόγω τής επαιτείας
λόγω μίας απάνθρωπης
καί φαύλης Πολιτείας.
……………………………………………..
……………………………………………..
Σέ λίγο, Έλληνες, θά βρισκόμαστε στήν θέση
νά κλέβουμε τά φέρετρά μας κάτω από
τίς Υπηρεσίες Φροντίδας αυτού τού ΚΡΑΤΟΥΣ.