Ευοίωνες οι προοπτικές ανάπτυξης των διμερών και πολυμερών σχέσεων
Μεταξύ των επαφών σημαντική ήταν και η συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών κ. Νίκο Κοτζιά. Αν και δεν εκδόθηκε κοινό ανακοινωθέν στο τέλος της συνάντησης, είναι σίγουρο ότι συζητήθηκε και το θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων, τη μόνη, ίσως, ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο χωρών. Τα κόμματα της αλβανικής οντότητας δεν επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο θέμα της ονομασίας. Ωστόσο δεν αποδέχονται ονομασία που θα προσδιόριζε μόνο τους Σλαβομακεδόνες. Αυτό είναι ένα αξιοποιήσιμο στοιχείο για την ελληνική διπλωματία. Οι διμερείς ελληνοσκοπιανές σχέσεις, αν εξαιρέσει κανείς τη διαφορά γύρω από την ονομασία, βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο. Ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν τον οικονομικό και εμπορικό τομέα. Υπάρχουν δε περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης κυρίως στον ενεργειακό τομέα. Κομβικό σημείο της συνεργασίας αποτελεί η Θεσσαλονίκη ως πύλη εισόδου και εξόδου προς το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Οι προοπτικές για τις διμερείς σχέσεις είναι ευρείες και δεν περιορίζονται μόνο στον εμπορικό και οικονομικό τομέα. Με τέτοιες δυνατότητες, που ευνοούνται και από τη γεωγραφία, αποτελεί πράγματι αίνιγμα το γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες της γειτονικής χώρας εμμένουν σε θέσεις, αναφορικά με την ονομασία της χώρας τους, που προσβάλλουν την ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά. Θα μπορούσε να το αποδώσει κανείς σε ρομαντική διάθεση, σε πολιτικό οπορτουνισμό, σε αναζήτηση εθνολογικής ταυτότητας, σε αφέλεια και ανιστόρητα πολιτικά κατασκευάσματα. Ίσως να ισχύουν όλα μαζί, σε συνδυασμό με εξυπηρέτηση γεωπολιτικών συμφερόντων άλλων χωρών. Μια ονομασία όπως το NOVOMACEDONIA (μία λέξη), που είχε παλαιότερα συζητηθεί και θα εξέφραζε και τις δύο εθνικές οντότητες, δεν θα μπορούσε να ξανασυζητηθεί; Try again, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες. Το κλειδί για τη λύση βρίσκεται, μάλλον, εκείθεν του Ατλαντικού. Οι σχέσεις μας με τα Σκόπια εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πολιτικό – γεωγραφικό πλαίσιο, τη βαλκανική μας πολιτική. Η πρόσφατη συνάντηση των Αθηνών με κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους της ΠΓΔΜ, έστω και σε κομματικό επίπεδο, είναι ευοίωνο σημάδι ότι η ελληνική διπλωματία στρέφει τώρα την προσοχή της και στον άμεσο περίγυρό μας, που τον χρόνο που πέρασε είχε κάπως ατονήσει. Αληθεύει ότι ο υπουργός των Εξωτερικών πραγματοποίησε σειρά επισκέψεων σε χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και, ίσως, ήταν ο πρώτος έλληνας ΥΠΕΞ που επισκέφθηκε την Πρίστινα, πρωτεύουσα του Κοσόβου. Δημοσιεύματα του ελληνικού και ξένου Τύπου σχολίαζαν ότι η ελληνική κυβέρνηση ίσως εξέταζε το ενδεχόμενο να αναγνωρίσει το Κόσοβο. Υποθέσεις που ενισχύονταν και από το γεγονός ότι η Ελλάδα απόσχε από την ψηφοφορία εισόδου του Κοσσόβου στην Unesco, στην οποία εναντιωνόταν η Σερβία. Η Αθήνα δεν μπορεί εύκολα να αγνοήσει το γεγονός ότι το Βελιγράδι είχε σπεύσει, πολύ νωρίς, να αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων με το συνταγματικό του όνομα. Οι σχέσεις μας με την Αλβανία επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες. Με τον αλβανικό λαό μας συνδέουν ιστορικοί και φυλετικοί δεσμοί. Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημείο αναφοράς για όλες τις γειτονικές και όμορες βαλκανικές χώρες. Όμως, μεταξύ των δύο χωρών επικρατεί, με υπαιτιότητα κυρίως των Τιράνων, κλίμα καχυποψίας, που εντοπίζεται σε τρία βασικά σημεία. Την καχυποψία σε σχέση με το νόμιμο ελληνικό ενδιαφέρον για την ελληνική μειονότητα στη Νότια Αλβανία ή Βόρειο Ήπειρο. Την έγερση από αλβανικής πλευράς του ανύπαρκτου θέματος των Τσάμηδων. Την άρνηση αποδοχή της συμφωνίας για οριοθέτηση της ΑΟΖ. Προφανώς και τις δύο πλευρές επηρεάζουν δυνάμεις του βαθέως κράτους. Πιστεύουμε ότι τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς επιδεικνύεται σύνεση, που αν περάσει και στην άλλη πλευρά τότε οι ελληνοαλβανικές σχέσεις μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση και για άλλες γειτονικές χώρες. Σε ό,τι αφορά το θέμα του Κοσόβου, κανείς δεν αρνείται ότι είναι συνέπεια και επακόλουθο της διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Ο ιδρυτής της -ιδεολόγος ή οπορτουνιστής-, Γιόζεφ Τίτο, ενήργησε ως πολιτικός πραγματιστής. Το Κόσοβο κατά συνέπεια είναι, πολιτικά, δημιούργημα της μεταγιουγκοσλαβικής περιόδου. Η αναγνώριση ή όχι του Κοσόβου επηρεάζει κατά κάποιον τρόπο και τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Η Αθήνα έχει υποστηρίξει την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και αυτή είναι μια σωστή τοποθέτηση. Δυστυχώς, όμως, τα Βαλκάνια δεν έχουν παύσει να είναι η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Η κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια και ιδιαίτερα στο Κόσοβο, όπου τελευταία επικρατεί πολιτική αναταραχή, το επιβεβαιώνουν. Ας μην αγνοείται, από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η διείσδυση του Ισλάμ, που συνεχώς ενισχύεται. Η Ελλάδα, που γνωρίζει καλύτερα από πολλούς άλλους εταίρους την περιοχή, ας αναπτύξει πρωτοβουλίες, που σήμερα ασκούνται, κυρίως, από το Βερολίνο. Σε αυτήν την προσπάθεια αρωγοί μπορούν να σταθούν και άλλες βαλκανικές κοινοτικές χώρες.