Δεν πήρε λευκή επιταγή
Η νίκη του (έκπληξη για πολλούς) στις εκλογές συνιστά προσωπική δικαίωση, ιδίως για τον τρόπο που επιτεύχθηκε και τις αλλαγές που αυτή δρομολογεί ευρύτερα στο πολιτικό σκηνικό. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να υποτιμήσει δύο σημαντικές παραμέτρους των εκλογών:
Πρώτον, η επικράτηση του κ. Μητσοτάκη ήταν οριακή (μόλις 15.000 ψήφοι η διαφορά από τον Β. Μεϊμαράκη), αφού οι μισοί σχεδόν Νεοδημοκράτες που πήγαν στις κάλπες επέλεξαν τον αντίπαλό του. Αυτό σημαίνει ότι δεν πήρε «λευκή επιταγή» από τη βάση να εφαρμόσει τις δικές του ιδέες και προτάσεις, η εντολή ήταν να συνεργαστεί με την απέναντι πλευρά για τη διαμόρφωση μιας ενιαίας γραμμής.
Δεύτερον, για πρώτη φορά στα χρονικά, έπειτα από εσωκομματικές εκλογές, είναι τόσο διακριτή η γραμμή ανάμεσα στις δύο βασικές τάσεις: Η μία που ασπάζεται τις αρχές του (νεο)φιλελευθερισμού με έμφαση στην ιδιωτική πρωτοβουλία και η δεύτερη που εκφράζει τις ιδέες της Κεντροδεξιάς με κοινωνικό πρόσωπο, με το κράτος να διαδραματίζει ρυθμιστικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας. Για πρώτη φορά στα χρονικά, επίσης, η πρώτη τάση επικράτησε της δεύτερης, ενώ στο παρελθόν στελέχη που την εκπροσωπούσαν εξοστρακίσθηκαν και βρέθηκαν εκτός Νέας Δημοκρατίας (Στ. Μάνος, Α. Ανδριανόπουλος κ.ά.). Κατά συνέπεια, η μεταξύ τους συμβίωση προβλέπεται δύσκολη και θα δοκιμαστεί σκληρά τους επόμενους μήνες.
Από τις πρώτες κινήσεις του κ. Μητσοτάκη, ιδιαίτερα στις επιλογές των προσώπων που θα καταλάβουν θέσεις-κλειδιά στην παράταξη, είναι εμφανής η πρόθεσή του να λειτουργήσει ενωτικά. Να μη στηριχθεί αποκλειστικά και μόνο σε στελέχη που τον στήριξαν προεκλογικά, αλλά να αξιοποιήσει και πρόσωπα που είχαν ταχθεί, λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά, υπέρ του Β. Μεϊμαράκη. Η τοποθέτηση των Ν. Δένδια και Γ. Βρούτση στις θέσεις των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων αλλά και του Γ. Κουμουτσάκου στη θέση του εκπροσώπου του κόμματος απηχεί αυτή ακριβώς την πρόθεσή του. Η προοπτική ωστόσο, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες, να τοποθετήσει τον Άδ. Γεωργιάδη σε θέση αντιπροέδρου δεν προκαλεί ρίγη ενθουσιασμού σε μεγάλη μερίδα στελεχών, ιδίως δε σε αυτή των λεγόμενων Καραμανλικών. Ορισμένοι μάλιστα προεξοφλούν ότι η προσπάθεια του κ. Γεωργιάδη να ασκήσει τα καθήκοντά του θα προκαλέσει τριβές στο άμεσο μέλλον.
Η μεγάλη δοκιμασία, ωστόσο, για τον κ. Μητσοτάκη δεν θα είναι στο επίπεδο των προσώπων αλλά σε αυτό της άσκησης πολιτικής. Ορισμένες απόψεις του, που κινούνται στη σφαίρα του φιλελευθερισμού, θα προσκρούσουν στις διαφωνίες των στελεχών που επιμένουν στην ανάγκη η παράταξη να συνεχίσει να εκφράζει τις αρχές της Κεντροδεξιάς όπως τις όρισε ο ιδρυτής της Κων. Καραμανλής. Από τους χειρισμούς θα εξαρτηθεί αν αυτές οι διαφωνίες θα υποχωρήσουν ή θα προσλάβουν διαστάσεις ρήξης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις… ουδέτερων στελεχών, πολλά θα εξαρτηθούν από τη δυναμική που θα αναπτύξει τους επόμενους μήνες η παράταξη και η απήχηση που θα έχει στην κοινωνία. «Η προοπτική της εξουσίας θα λειτουργήσει συγκολλητικά», σημειώνουν.
Στάση αναμονής
Το ερώτημα είναι ποια στάση θα τηρήσουν τα στελέχη που συγκροτούν την καραμανλική πτέρυγα αλλά και ο βασικός αντίπαλος του κ. Μητσοτάκη για την αρχηγία, ο κ. Μεϊμαράκης. Στην πρώτη τους συνάντηση αμέσως μετά τις εκλογές ο Κ. Καραμανλής υποδέχθηκε με θέρμη τον νέο αρχηγό καθιστώντας παράλληλα σαφές ότι δεν πρόκειται να αναμιχθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο στον τρόπο λειτουργίας του. «Εσύ είσαι ο αρχηγός, εσύ πρέπει να πάρεις τις αποφάσεις», ήταν το μήνυμα του πρώην πρωθυπουργού.
Σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες αλλά και τις εκτιμήσεις, η πτέρυγα των Καραμανλικών θα τηρήσει σε πρώτη φάση στάση αναμονής, περιμένοντας να δει τον τρόπο που θα κινηθεί ο κ. Μητσοτάκης. Εμμέσως πάντως (μέσω διαδικτύου) του στέλνουν ήδη προειδοποιητικά μηνύματα ότι πρέπει να παραμείνει όσο γίνεται πιο πιστός στις ιδρυτικές αρχές της παράταξης και να μην παρεκκλίνει προς την ατραπό του νεοφιλελευθερισμού.
Από την άλλη ο Β. Μεϊμαράκης δεν πρόκειται να αποσυρθεί από το προσκήνιο, όπως ορισμένοι εκτιμούσαν μετά την ήττα του στις εκλογές. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι θα επιδιώξει να έχει ενεργό ρόλο, κυρίως όμως στο κοινοβουλευτικό πεδίο, προκειμένου να υπερασπιστεί τις θέσεις και τις απόψεις του. Χωρίς ωστόσο να προκαλεί υπόνοιες ότι ανταγωνίζεται, ή πολύ περισσότερο υποσκάπτει, την ηγεσία της παράταξης. «Το 47% των Νεοδημοκρατών τον εμπιστεύθηκαν για αρχηγό, αυτό δεν γίνεται κανείς να το διαγράψει», σημειώνουν στενοί συνεργάτες του.