Γιάννης Αργύρης

Ταλέντο όταν σχολίαζε καυστικά με τα σκίτσα του σε εφημερίδες και περιοδικά την πολιτική επικαιρότητα, ταλέντο όταν ως ένας «ναΐφ» ζωγράφος εκαλείτο να εικονογραφήσει και ένα πάρα πολύ μεγάλο, ένα τεράστιο ταλέντο όταν έγραφε τους γεμάτους αίσθημα στίχους του, που έγιναν τραγούδια χιλιοτραγουδισμένα, που θα ζούνε για πάντα.

Πολλές καλές αλλά και πολλές θλιβερές στιγμές γνώρισε στη ζωή του. Θα σταθώ μονάχα σε μερικές από τις καλές, από σεβασμό στον χαρακτήρα του, διότι μόνον την καλή πλευρά της ζωής τού άρεσε να βλέπει.

Στις συζητήσεις οι κουβέντες του απέπνεαν ένα πρωτότυπο, τσουχτερό χιούμορ και δεν δίσταζε να «καρφώνει» ειρωνικά όποιου τα λόγια ήσαν σκέτη μαυρίλα. Με τον Γιάννη γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1960, πριν από 55 ολόκληρα χρόνια.

Επρόκειτο να εκδοθεί τότε μια καινούργια πρωινή καθημερινή εφημερίδα, η «Φωνή της Ελλάδος», του Νικήτα Τσαϊλά, για την οποία το «Γραφείο» μας ανέλαβε να κάνει κινηματογραφική διαφημιστική ταινία, με την οποία θα πληροφορούσε το κοινό για την έκδοσή της. Τότε δεν υπήρχε ακόμα στην Ελλάδα τηλεόραση και τα κινηματογραφικά σποτάκια ήσαν πολύ διαδεδομένα.

Εκεί στα γραφεία της εφημερίδας, όπου σύχναζα με την ελπίδα να πάρω προκαταβολή, γνωριστήκαμε με τον Γιάννη Αργύρη, που θα αναλάμβανε να δημιουργεί ένα πολιτικού περιεχομένου σκίτσο καθημερινά. Για ένα διάστημα ευτύχησα να συνεργαστώ κι εγώ εκεί.

Έτσι, είχαμε στενή επαφή οι δυο μας, ανταλλάσσοντας ιδέες και κακίες. Σύντομα, όμως, αποχώρησα από την εφημερίδα διότι με τον άλλο φίλο και στενό συνεργάτη, τον σκηνοθέτη Κώστα Τσαγκάρη, διατηρούσαμε το κινηματογραφικό γραφείο που προετοίμαζε την παραγωγή ταινίας μεγάλου μήκους, για την οποία θα συνεργαζόταν ως ηθοποιός και ο Αργύρης.

Ήταν φοβερός με τις κωμικές του «μούτες» ο Αργύρης. Αρκετές φορές το συνεργείο σταμάταγε το γύρισμα και ξέσπαγε σε γέλια. Σε μια σκηνή όπου το σενάριο τον έβαζε να παίζει σκάκι με τον εαυτό του, απλώς άλλαζε θέση παίρνοντας ανάλογο ύφος, θλιμμένο αν έχανε, γεμάτο χαρά αν ήταν στην πλευρά του νικητή.

Ο χρόνος περνούσε και με τον Γιάννη είχαμε καθημερινή επαφή. Ερχόταν στο γραφείο αργοπορημένος, πετούσε ανέκδοτα, τρώγαμε στο εστιατόριο «Ελλάς» στην πλατεία Ομονοίας κάνοντας πλάκες, με δυο λόγια γίναμε παρέα.

Η τύχη, μάλιστα, το έφερε να συνεργαστούμε ως συγγραφείς στην τηλεοπτική σειρά της ΥΕΝΕΔ «Μισή ώρα εποχή», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Γιάννης, μαζί με τον άλλο Γιάννη, τον μετέπειτα ραδιοφωνικό Γιάννη Πετρίδη, που τότε έκανε το ντεμπούτο του.

Συνεπαρμένος κάποτε από τη μόδα και την επιτυχία που είχαν οι μουσικές μπουάτ, όπου στη Γαλλία διέπρεπαν η Ζιλιέτ Γκρεκό, ο Μπρασένς και άλλοι, αποφάσισε να ανοίξει με τον αδελφό του τον Γιώργο μια μπουάτ. Την ονόμασαν «Εσπερίδες». Σύμφωνα με τη μυθολογία των αρχαίων προγόνων μας, οι Εσπερίδες ήσαν νύμφες εντεταλμένες να φυλάνε τα χρυσά μήλα που προσφέρθηκαν γαμήλιο δώρο στον Δία όταν «κουκουλώθηκε» με νόμιμο γάμο την Ήρα.

Στο όνομα των χαζούλικων αυτών θηλυκών προσέφυγε ο Γιάννης Αργύρης και βάφτισε «Εσπερίδες» την πασίγνωστη μπουάτ που άνοιξε το 1964, στην οδό Θόλου στην Πλάκα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να προσπαθήσει να περιγράψει κανείς τι ήσαν αυτές οι «Εσπερίδες», η μικρή, καταχωνιασμένη μπουάτ, η γεμάτη ποιότητα, αίσθημα και ανθρώπινη ζεστασιά, που χάρισε απλόχερα σε ίσως παραπάνω κι από τρεις γενιές μιαν ανωτάτης κλάσεως ψυχαγωγία, την οποία, κι αν πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, γερόντια πια οι έφηβοι θαμώνες εκείνης της εποχής ακόμα τη θυμούνται και με νοσταλγία διηγούνται τα ανεπανάληπτα βράδια που πέρασαν καθισμένοι στα λιλιπούτεια σκαμπό μέσα σε ένα υπερρεαλιστικό ντεκόρ στη θολή από τους καπνούς των τσιγάρων αίθουσα.

Τίποτα δεν ξεχνιέται από την εποχή που θριάμβευαν οι «Εσπερίδες».

Αλλά και όταν η μόδα των μπουάτ ξεπεράστηκε, οι «Εσπερίδες» παρέμειναν ακλόνητο μετερίζι, προσφέροντας στους επίμονους πιστούς τους το εκλεπτυσμένο αλάτι που τόσο σπάνιο είναι στον τόπο μας.

Όρθιος κάθε βράδυ δίπλα στο πιάνο, τραγουδούσε με τη βραχνή φωνή του εξυμνώντας το «αιώνιο θηλυκό» με ένα αισθηματικό ποίημα, τραγούδι γραμμένο από εκείνον, και μετά αλλάζοντας την ατμόσφαιρα απήγγελλε την παρλάτα που είχε γράψει και διηγούνταν ανέκδοτα που είχε σκαρώσει ο ίδιος, χωρίς να σοκάρει.

Ανεπανάληπτα ήσαν όσα έλεγε, όπως εκείνο επί χούντας, με το οποίο είχε προβλήματα: «Λόγω αναχωρήσεως στο εξωτερικό, πωλείται το εισιτήριο επιστροφής». Και, παράλληλα, ήταν ένας καταπέλτης που εκτόξευε επί χρόνια στην επαγγελματική καθιέρωση νεαρούς καλλιτέχνες, οι οποίοι αναζητούσαν τον δρόμο τους.

Αποχαιρετώ με ένα θερμό κατευόδιο τον αξέχαστο φίλο, τον πιστό αναγνώστη μου του «Μια φορά και έναν καιρό», σιγοσφυρίζοντας το «Πάει κι αυτή η Κυριακή», το «Έλα μαζί μου χέρι με χέρι» και τις άλλες επιτυχίες του.


Σχολιάστε εδώ