Παιχνίδι με τη φωτιά

Παρότι οι γνώμες των διεθνών αναλυτών είναι μοιρασμένες, με κάποιους να υποστηρίζουν ότι η σαουδαραβική ηγεσία προχώρησε στην εκτέλεση του διάσημου σιίτη αντικαθεστωτικού κληρικού, Νιμρ αλ Νιμρ, για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης, είναι απίθανο το Ριάντ να αγνοούσε τον αντίκτυπο που θα είχε στον μουσουλμανικό κόσμο η κίνηση αυτή.

Πραγματικά, οπουδήποτε υπάρχουν ισχυρές σιιτικές πλειοψηφίες οργισμένα πλήθη πλημμύρισαν τους δρόμους. Στον Λίβανο η Χεζμπολά απείλησε με αντίποινα, στο Ιράκ οι πιέσεις στην κυβέρνηση να διακόψει τις νεοπαγείς διπλωματικές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία ήταν τεράστιες και στην Τεχεράνη διαδηλωτές εισέβαλαν και έβαλαν φωτιά στη σαουδαραβική πρεσβεία. Και εκεί είναι ενδιαφέρουσα η στάση των ιρανικών δυνάμεων ασφαλείας που επενέβησαν και απομάκρυναν τους διαδηλωτές μεν, αφού όμως, πρώτα, τους είχαν αφήσει να ολοκληρώσουν την επίθεσή τους.

Το Ριάντ, αναμενόμενα, κλιμάκωσε περαιτέρω διακόπτοντας τις διπλωματικές σχέσεις και διαμήνυσε στις Ηνωμένες Πολιτείες (στις οποίες χρεώνει αγνωμοσύνη και συμπόρευση με την Τεχεράνη) ότι «έχει φτάσει στα όρια της υπομονής του» καθώς και ότι δεν το ενδιαφέρει αν οι κινήσεις του προκαλέσουν τον θυμό της Ουάσινγκτον.

Το «κάλεσμα στα όπλα» των Σαουδαράβων έφερε αποτελέσματα, με το Μπαχρέϊν, το Σουδάν, το Τζιμπουτί και τη Σομαλία να διακόπτουν επίσης τις διπλωματικές σχέσεις με την Τεχεράνη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να τις υποβαθμίζουν και το Κουβέιτ και το Κατάρ να ανακαλούν τους πρέσβεις τους.

Η Τεχεράνη αρχικά έμεινε σε έναν λεκτικό πόλεμο, με τον ανώτατο ηγέτη της να αναθέτει την τιμωρία των Σαουδαράβων στα θεία. Όμως στα τέλη της εβδομάδας διέκοψε κάθε εμπορική και οικονομική σχέση με το Ριάντ ισχυριζόμενη ότι η σαουδαραβική στρατιωτική αεροπορία βομβάρδισε την ιρανική πρεσβεία στην πρωτεύουσα της Υεμένης.

Ο φόβος των Σαουδαράβων

Η ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας είχε στείλει κάθε δυνατό μήνυμα στους Αμερικανούς να μην προχωρήσουν σε συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Το Ριάντ θεωρεί την ενίσχυση της Τεχεράνης ως απειλή για την ίδια την ύπαρξή του. Πέραν των διαφορετικών μουσουλμανικών δογμάτων που η κάθε χώρα πρεσβεύει, αν κανείς παρατηρήσει τη γεωγραφία της περιοχής και μόνον θα καταλήξει ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο έθνη σε βάθος ιστορικού χρόνου είναι αναμενόμενος. Οι δύο αυτές χώρες είναι, απλώς, πολύ μεγάλες και ισχυρές, για να μην αποπειραθεί η καθεμιά για τον εαυτό της να διεκδικήσει τον στρατηγικό έλεγχο της περιοχής. Περαιτέρω, η ισλαμική επανάσταση του 1979 δημιούργησε στο Ιράν μια θεοκρατία βασισμένη σε ένα λαϊκό κίνημα που στηρίζεται σε μια ευρεία λαϊκή πλειοψηφία. Αντίθετα στη Σαουδική Αραβία βασιλεύει η δυναστεία των Σαούντ βασισμένη στο εθιμικό και κληρονομικό δίκαιο και η ιδέα μιας ευρείας λαϊκής πολιτικής κινητοποίησης αποτελεί ανάθεμα και απειλή για τους κυβερνώντες.

Επιπλέον, ήταν η προσπάθεια της ιρανικής ηγεσίας από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα να εξάγει τη θρησκευτική της επανάσταση στο εξωτερικό που έστρεψε τη Σαουδική Αραβία σε μια εργώδη προσπάθεια δημιουργίας και υποστήριξης σαλαφιστικών κινημάτων (ακραία ερμηνεία του Ισλάμ βασισμένη στον ουαχαβιτισμό) σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Η διεθνής αυτή σαουδαραβική εκστρατεία ήταν που δημιούργησε τα πρώτα σπέρματα του σουνιτικού τζιχαντισμού, με τελικά αποτελέσματα, φυσικά, την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος.

Οι δύο χώρες έχουν, εδώ και χρόνια, επιλέξει να μη συγκρούονται άμεσα, αλλά μέσω πολέμων δι’ αντιπροσώπων. Τη δεκαετία του ’80 συγκρούστηκαν στον εμφύλιο του Λιβάνου. Το 2000 ήρθε η σειρά του Ιράκ όπου ενίσχυσαν αντίστοιχα σουνιτικές και σιιτικές παραστρατιωτικές ομάδες μετά το κενό εξουσίας που άφησε η πτώση του Σαντάμ. Το 2011 προχώρησαν στη Συρία όπου η εμπλοκή τους μετέτρεψε μια πολιτική αναταραχή κόντρα σ’ έναν δικτάτορα σε θρησκευτικό πόλεμο. Στο τελευταίο όμως πεδίο μάχης τους, στην Υεμένη, υπάρχει μια σοβαρή ποιοτική διαφορά αφού οι Σαουδάραβες επέλεξαν να εισβάλουν οι ίδιοι το 2015 για να βάλουν τέλος στην εξέγερση των σιιτών Χούθι απέναντι στην κυβερνητική σουνιτική πλειοψηφία.

Στην απόφαση αυτή είναι εμφανής η αλλαγή που έφερε η άνοδος στην εξουσία του πρίγκιπα Σαλμάν (και του ιδιαίτερα δραστήριου γιου του που προαλείφεται για διάδοχος), ο οποίος έστρεψε το βασίλειο σε μια κατά πολύ επιθετικότερη εξωτερική πολιτική σε όλα τα επίπεδα. Γιατί, στις εμπλοκές στη Συρία και την Υεμένη, θα πρέπει να προσθέσουμε και τον πετρελαϊκό πόλεμο που έχουν ξεκινήσει οι Σαουδάραβες πλημμυρίζοντας τη διεθνή αγορά με τεράστιες ποσότητες πετρελαίου. Και μπορεί ο αρχικός τους στόχος να ήταν οι Αμερικάνοι και η νεόκοπη αμερικανική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου από σχιστόλιθο, όμως οι κύριοι στόχοι στον οικονομικό πόλεμο αυτό είναι πλέον η Μόσχα και η Τεχεράνη.

Η Τεχεράνη επιστρέφει

Η εμφανής προσπάθεια της ιρανικής κυβέρνησης να κρατήσει, αρχικά, όσο το δυνατό πιο χαμηλά τους τόνους στη νέα αυτή διένεξη δείχνει ότι καίρια προτεραιότητα για την Τεχεράνη είναι η επάνοδος της στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Η ιρανική ηγεσία, ακόμη και οι σκληρότεροι εξ αυτής, έχουν εδώ και καιρό καταλάβει καλά ότι η διεθνής απομόνωση έφερνε έναν οικονομικό στραγγαλισμό που πέραν της εσωτερικής πολιτικής αναταραχής που προκαλούσε, περιόριζε καταλυτικά τη δυνατότητα διεθνούς παρέμβασης της χώρας. Γι’ αυτό και όλοι αναμένουν ότι οι Ιρανοί θα μείνουν θρησκευτικά προσηλωμένοι στην τήρηση των δεσμεύσεών τους για το πυρηνικό τους πρόγραμμα και θα προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν τις διεθνείς επενδύσεις που αναμένεται να εισρεύσουν στη χώρα για την «απογείωσή» της σε όλα τα επίπεδα.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν φωνές στο εσωτερικό του Ιράν που τονίζουν ότι η πορεία αυτή δεν περνά μόνο από τις δυτικές πρωτεύουσες. Υποστηρίζουν ότι η πολιτική και οικονομική επιστροφή της Τεχεράνης δεν θα είναι ποτέ ομαλή αν δεν υπάρξει μια στοιχειώδης εξομάλυνση των σχέσεων με το Ριάντ και δεν καθησυχαστούν οι Σαουδάραβες ότι δεν κινδυνεύουν. Τουλάχιστον όχι άμεσα.

Στο πλαίσιο αυτό ζητούν από την κυβέρνηση Ρουχανί και ιδιαίτερα από τον υπουργό εξωτερικών Ζαρίφ να ακολουθήσουν μια πολιτική λιγότερο μονομερή και να δώσουν τη δέουσα προσοχή στις σχέσεις με τον οίκο των Αλ Σαούντ. Εξάλλου, τονίζουν, ότι στην πορεία του χρόνου μπορεί το Ιράν και η Σαουδική Αραβία να έχουν διακόψει τις διπλωματικές τους σχέσεις τρεις φορές μέχρι σήμερα, αλλά πάντα οι δύο χώρες επέστρεφαν σε μια σχετικά λειτουργική σχέση, καθώς πολλά από τα ζητήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν είναι κοινά.

Τι θα γίνει με τη Συρία;

Ο μεγαλύτερος χαμένος αυτών των εξελίξεων είναι, με βεβαιότητα, οι σύριοι πολίτες. Το διαφαινόμενο βάθεμα της συνεργασίας ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και το Ιράν είχε κάνει πολλούς να ελπίσουν ότι μια πρώτη συμφωνία και, ίσως, κάποιες πρώτες, ευρείες ανακωχές ανάμεσα στους εμπολέμους δεν ήταν πολύ μακριά. Δυστυχώς το Ριάντ επέλεξε με βίαιο τρόπο να υπενθυμίσει στα υπόλοιπα παιδιά ότι δεν μπορούν να παίζουν χωρίς αυτό. Και μπορεί οι Σαουδάραβες να διαμηνύουν ότι θα καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στη Βιέννη μαζί με τους υπόλοιπους εμπλεκομένους, αλλά είναι σίγουρο ότι η παρουσία τους δεν θα είναι ιδιαίτερα παραγωγική.

Με όλα τα δεδομένα αυτά, κανείς δεν πρέπει να περιμένει ηρεμία στη Συρία ή οποιαδήποτε σοβαρή μείωση των προσφυγικών ροών.


Σχολιάστε εδώ