Η τριμερής Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ

Οι στρατηγικοί άξονες με την Αίγυπτο και με το Ισραήλ είναι από τις πιο ευτυχείς και ενδεδειγμένες κινήσεις της Ελλάδος και της Κύπρου, με δεδομένα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Άγκυρα στις σχέσεις της τόσο με το Τελ Αβίβ όσο και με το Κάιρο αλλά και γενικότερα την αποτυχία της μεγαλεπήβολης πολιτικής της στη Μέση Ανατολή, μετά τη δυναμική παρέμβαση της Ρωσίας στη Συρία.

Οι κινήσεις αυτές, για να έχουν ουσιαστικό νόημα και προοπτική, πρέπει να εντάσσονται σε μια ενιαία εθνική στρατηγική, απαλλαγμένη, όσο το δυνατόν, από εσωτερικές, τουλάχιστον, αντιφάσεις. Το πρώτο και κορυφαίο παράδειγμα είναι η πολιτική στο Κυπριακό.

Η Κύπρος, με τον συμπαγή Ελληνισμό της και την ανεξαρτησία της, είναι το στρατηγικό έρεισμα της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο. Εάν χαθεί το έρεισμα αυτό ή εάν αλλοτριωθεί με τη μορφή μιας δήθεν «λύσεως» που θα έθετε την Κύπρο υπό Τουρκικό στρατηγικό έλεγχο, θα ακυρωνόταν εκ των πραγμάτων η δυνατότητα οποιασδήποτε στρατηγικής συμμαχίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Θα άλλαζε άρδην, σε βάρος της Ελληνικής πλευράς, το στρατηγικό σκηνικό και η ισορροπία δυνάμεων.

Η επισήμανση αυτή θεωρείται αναγκαίο να γίνει εν όψει της Τριμερούς της Λευκωσίας και των όσων γίνονται και εξαγγέλλονται στο Κυπριακό. Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο ανησυχητική, με την ακολουθούμενη πολιτική, που υποσκάπτει την ίδια την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την αυταπάτη ότι διανοίγεται δήθεν η προοπτική για «λύση» και «επανένωση».

Με τις υποχωρήσεις στις οποίες έχει προβεί σταδιακά η Ελληνική πλευρά, με αποκορύφωμα τις λεγόμενες «συγκλίσεις» Χριστόφια – Ταλάτ και στη συνέχεια το κοινό ανακοινωθέν Αναστασιάδη – Έρογλου, στις 11 Φεβρουαρίου 2014, η Ελληνική πλευρά έχει εγκλωβισθεί σ’ έναν ολισθηρό κατήφορο, που υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει σε Τουρκικό θρίαμβο στην Κύπρο.

Ο αγώνας γι’ απελευθέρωση από την Τουρκική κατοχή έχει υποκατασταθεί από το σύνθημα «επανένωση», που υπέβαλε επιτηδείως η Βρετανική πλευρά. Η «επανένωση» είναι όρος διφορούμενος. Μπορεί να επιτευχθεί θεωρητικά με την άρση της Τουρκικής κατοχής. Μπορεί όμως να επιτευχθεί και με την αναγνώριση, νομιμοποίηση και συνταγματοποίηση των τετελεσμένων της Τουρκικής κατοχής.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, δεν ισχύει, βεβαίως, το πρώτο. Προωθείται ακριβώς το δεύτερο. Για να καταστεί όμως αυτό δυνατό, προηγήθηκε η παραχώρηση από την Ελληνική πλευρά στη λεγόμενη συνταγματική πτυχή του Κυπριακού, με την αποδοχή της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, που ήταν εφεύρημα Τουρκο-Βρετανικό. Η Τουρκική πλευρά, ήδη από τη δεκαετία του ’50, όταν άρχισε ο αγώνας της ΕΟΚΑ και όταν η Μεγάλη Βρετανία ανέμειξε σκοπίμως τον Τουρκικό παράγοντα στο Κυπριακό, διεκδικούσε σταθερά «ομοσπονδία» και «πολιτική ισότητα».

Η Τουρκική πλευρά χειραγωγεί την ιδέα της ομοσπονδίας για να συγκαλύπτει τους διχοτομικούς της στόχους και να παρουσιάζεται ότι δεν ζητά τίποτε περισσότερο στην Κύπρο απ’ ό,τι ισχύει σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Αποκρύπτει, βεβαίως, ότι στην Κύπρο δεν υπήρχε κανένας εδαφικός διαχωρισμός μεταξύ των κοινοτήτων, που θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για ομοσπονδιακή διάρθρωση. Αποκρύπτει επίσης ότι η ομοσπονδία στις χώρες που ισχύει δεν παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες και δεν υποδουλώνει, με το τέχνασμα της ομοσπονδίας, την πλειοψηφία στη μειοψηφία και μέσω αυτής σε μια ξένη δύναμη, την Τουρκία.

Η λεγόμενη «πολιτική ισότητα», σε συνδυασμό με τη διζωνική ομοσπονδία, αναδεικνύει την τελευταία σε συνομοσπονδία δύο «ισοτίμων κρατών». Πράγματι, η περιγραφή των εξουσιών και αρμοδιοτήτων των δύο «ίσων» μερών, που διεκδικεί η Τουρκική πλευρά, παραπέμπει σαφώς σε συνομοσπονδία, που προϋποθέτει δύο «ίσα κράτη». Η μόνη παραχώρηση που κάνει η Τουρκική πλευρά, αποδεχόμενη συζήτηση για δήθεν ομοσπονδία, είναι για να ρίχνει στάχτη στα μάτια της Ελληνικής πλευράς και για να έχει συμμετοχή στο φυσικό αέριο της Κύπρου, που βρίσκεται στην ΑΟΖ της ελεύθερης Κύπρου. Η Τουρκική πλευρά γνωρίζει ότι εάν θέσει ευθέως θέμα συνομοσπονδίας, η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί να προσέλθει σε τέτοιου είδους συνομιλίες και η ευθύνη για το αδιέξοδο θα βαρύνει διεθνώς αυτήν.

Ποια θα ήταν η Κύπρος στην περίπτωση που επιβαλλόταν τελικά η «λύση» της διζωνικής ομοσπονδίας, με «πολιτική ισότητα»; Καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να λαμβάνεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας, που θα ήλεγχε το «ισότιμο» Τουρκοκυπριακό κρατίδιο, που κατά πλειοψηφία θα αποτελείτο από εποίκους και όχι Τουρκοκυπρίους. Η Κύπρος δεν θα είχε πλέον καμιά ουσιαστική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Θα ήταν ένα κράτος υποτελές στην Άγκυρα. Η ήττα της Τουρκίας στη Συρία και στη Μέση Ανατολή θα αντισταθμιζόταν με τον στρατηγικό έλεγχο του αβύθιστου αεροπλανοφόρου «Κύπρος», μπροστά από τη Μέση Ανατολή. Θα ήταν καταισχύνη και όνειδος ο εθνικός αγώνας της Κύπρου να έχει μια τέτοια κατάληξη, με αυταπάτες για δήθεν «επανένωση» και «λύση».

Η πολιτική των στρατηγικών αξόνων με το Ισραήλ και την Αίγυπτο θα ακυρωνόταν εκ των πραγμάτων. Υπάρχουν και άλλες αντιφάσεις, εξωτερικές, όπως η συζητούμενη επαναπροσέγγιση Τουρκίας και Ισραήλ. Η Ελληνική πλευρά πρέπει να υπερασπίζει, τουλάχιστον, τα δικά της ζωτικά εθνικά συμφέροντα, ώστε να εμπνέει εμπιστοσύνη στους εταίρους της ότι διαφυλάσσει την αναγκαία κοινή βάση για στρατηγική συνεργασία και ενδεχομένως συμμαχία.


Σχολιάστε εδώ