ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ
Η αίθουσα ήταν αδειανή
οι δικαστές στήν έδρα
οι ένορκοι μασάγανε
τό ψέμα σάν λακέρδα.
•••
Οι μάρτυρες γιά κλάματα
δέν ήξεραν τι λένε
οι δικηγόροι μουλωχτοί
-λύσε Θεέ καί δένε.
•••
Στά μάτια τους διέκρινες
τί πρόκειται νά κάνουν
ποιόν θά αφήσουν ζωντανό
καί ποιόν θέ νά ξεκάνουν.
•••
Οι δέ κατηγορούμενοι
μές σέ κλουβιά δεμένοι
αγωνιούσαν οι φτωχοί
τό τί τούς περιμένει.
•••
Ο Κύριος Εισαγγελεύς
τά νύχια του μασούσε
η γρουσουζιά ανέβαινε
κι όλους τούς λοιδορούσε.
•••
Οι μπάτσοι δεσμοφύλακες
κορμοστασιά στήν θύρα.
Καί στήν γωνιά εσπάραζε
στό κλάμα της μιά χήρα.
•••
Χρωστούσε νοίκια τέσσερα
δέν είχε νά πληρώσει
κι ο σπιτονοικοκύρης της
ζητά νά τήν εξώσει.
•••
Σιγά, σιγά η αίθουσα
γέμισε μέ παπάδες
ήρθαν νά ευλογήσουνε
τούς άμοιρους ραγιάδες.
•••
Η πίστη παρευρίσκεται
κοντά στήν δυστυχία
νά δώσει τήν συγχώρεση
έως καί στήν μοιχεία.
•••
Κόντευε τό ξημέρωμα
κι η δίκη αργοπορούσε
ο Πρόεδρος φταρνίζοταν
κι η χήρα απορούσε.
•••
Ο σπιτονοικοκύρης της
έβραζε απ’ τό κακό του
κι οι ένορκοι βαριόντανε
καθείς μέ τό δικό του.
•••
Είχανε οικογένειες
δουλειές, υποχρεώσεις
κι ένας μαλάκας γκάριζε
γιά νοίκια καί εξώσεις.
•••
Απόφαση δέν έβγαινε
τήν χήρα βρίσκει κρίση
φεύγει από τήν θέση της
νά πάει νά κατουρήσει.
•••
Γέμισε βρώμα η αίθουσα
δέν ήξεραν τί κάνουν
καί πρώτοι οι πρεσβύτεροι
αρχίσανε νά κλάνουν.
•••
Αρχίζει τό παπαδαριό
ν’ ανοίγει τά βιβλία
νά διαβάζει εξορκισμούς
όπως σέ συναυλία.
•••
Η χήρα ξαναγύρισε
μέ τά φουστάνια πάνω
κι έδειξε τόν κώλο της
πού λάλαγε σάν πιάνο.
•••
Η δίκη ακυρώθηκε
η αίθουσα; Αλάνα.
Τό μέγα Δικαστήριο
ήταν τής χήρας η κλάνα.
…………………………………………
………………………………………..
Όταν έχεις δύο ανάγκες:
Τό ενοίκιο
καί εκείνες τού σώματος, όπως τής χήρας,
τότε έχεις τό δίκιο μέ τό μέρος σου
καί αναλόγως πράττεις.