Γερμανικοί στόχοι και ευρωπαϊκές πραγματικότητες
Τίποτα, ασφαλώς, το καινούργιο. Καινοφανές είναι το Schengen exit, που ήρθε να προστεθεί ως νέα απειλή από γερμανούς αξιωματούχους, συμπεριλαμβανομένου του κ. Σόιμπλε, για έξοδο ή αποχώρηση της Ελλάδας και από την ομώνυμη συνθήκη, η οποία, ως γνωστόν, αφορά την ελεύθερη επικοινωνία στις χώρες-μέλη. Αφορμή αποτέλεσε το θέμα της αντιμετώπισης του Προσφυγικού – Μεταναστευτικού, με αιτιάσεις κατά της Ελλάδας ότι δήθεν δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την αδυναμία της να διαφυλάξει τα νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρώπης. Σε τι αποσκοπούν, άραγε, οι νέες αυτές απειλές που εκτοξεύονται από τους γερμανούς αξιωματούχους και γιατί βασικά μόνο από αυτούς; Η Ευρωζώνη και η Συνθήκη Schengen αποτελούν δύο βασικές συμφωνίες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς, ωστόσο, να μετέχουν σε αυτές όλες οι χώρες-μέλη. Η υπογραφή, προ ετών, καθεμιάς χωριστά χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό και θεωρήθηκε, δικαίως, ως ένα ουσιαστικό και σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο δεν προβλέπονται, όπως κατά κανόνα ισχύει για τις διεθνείς συμβάσεις, όροι ή διατάξεις περί εξόδου ή καταγγελίας από τα κράτη-μέλη. Και τούτο γιατί μια τέτοια πρόβλεψη θα αναιρούσε το αίτιο και τους στόχους στους οποίους αποβλέπουν και εξυπηρετούν. Και όμως ο κ. Σόιμπλε, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, απειλεί συχνά την Ελλάδα, όπως έπραξε και λίγο πριν από το τέλος του 2015, με Grexit, για να προστεθεί χριστουγεννιάτικα και το Schengen Exit. Οι στόχοι των απειλών για έξοδο από την Ευρωζώνη είναι εύκολα αναγνωρίσιμοι. Το Grexit επισείεται προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να μην αποκλίνει και να μην καθυστερήσει στην εφαρμογή των επαχθών μεταρρυθμιστικών μέτρων που προβλέπουν τα Μνημόνια και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίτο Μνημόνιο. Μέσω των μεταρρυθμίσεων εξυπηρετούνται και εδραιώνονται και ειδικά γερμανικά οικονομικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Παράλληλα, οι επαναλαμβανόμενες απειλές οδηγούν σε υπόνοιες για υπόγειους σχεδιασμούς του Βερολίνου για δημιουργία Ευρωζώνης δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων και, γιατί όχι, Ευρώπης με κράτη-μέλη με διαφορετικά status. Η πραγματικότητα όμως δεν συμφωνεί με τέτοιους πιθανούς σχεδιασμούς. Κατ’ αρχάς, δεν προβλέπεται από τη συμφωνία αποβολή κράτους-μέλους από την Ευρωζώνη. Θεωρητικά τούτο μπορεί να συμβεί έπειτα από εξαναγκασμό. Όμως μια τέτοια εξέλιξη θα είχε, όπως κατά καιρούς έχουν επισημάνει σοβαροί οικονομολόγοι αλλά και ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες, επώδυνες ή και καταστροφικές συνέπειες για την Ευρωζώνη. Είναι επίσης βέβαιο ότι το Βερολίνο δεν μπορεί να προωθήσει τέτοιους σχεδιασμούς χωρίς τη σύμπραξη των άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία, Ιταλία, και σε μικρότερο βαθμό η Μ. Βρετανία, η οποία προετοιμάζεται για το δημοψήφισμα που θα κρίνει αν θα παραμείνει ή όχι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία, δεν το κρύβει, θα την προτιμούσε μια μεγάλη ελεύθερη οικονομική αγορά παρά μια πραγματικά πολιτική ένωση. Σε αντίθεση με την Ευρωζώνη, οι απειλές για έξοδο από την Συνθήκη Schengen μάλλον στερούνται σοβαρότητας. Εξυπηρετούν εγωιστικά εθνικά συμφέροντα. Το Βερολίνο το φοβίζει αφάνταστα -και όχι αδίκως- το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό, αφού οι πρόσφυγες στη μεγίστη πλειοψηφία δηλώνουν ως χώρα προορισμού τη Γερμανία. Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστέψει κανείς ότι μια αποχώρηση ή αναγκαστική έξοδος της Ελλάδας από τη συνθήκη θα έλυνε για το Βερολίνο και τις άλλες χώρες-μέλη το προσφυγικό πρόβλημα. Κατ’ αρχάς, η Ελλάδα δεν συνορεύει με καμιά χώρα Schengen παρά μόνο θαλασσίως με την Ιταλία. Παρά ταύτα, πρόσφυγες και οικονομικοί μετανάστες συρρέουν στη Γερμανία και άλλες κοινοτικές χώρες και από άλλες οδούς. Άρα στις τοποθετήσεις των γερμανών αξιωματούχων διακρίνουμε μόνο εγωιστικά εθνικά συμφέροντα με υστερόβουλους υπολογισμούς να εγκλωβιστούν πρόσφυγες και μετανάστες στις χώρες εισόδου. Ένα ερώτημα που θα έθετε κάθε καλόπιστος πολίτης είναι γιατί οι Γερμανοί μονοπωλούν, σχεδόν, τις απειλές με Grexit, κ.ά., κατά της Ελλάδος. Απλώς γιατί είναι οι μεγαλύτεροι πιστωτές δανείων και, επιπλέον, γιατί ασκούν, χωρίς ενδοιασμούς, ηγεμονία επί της Ευρώπης, με τους λοιπούς κρίκους άκρως αδύναμους να αντισταθούν. Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η, σχεδόν, ανυπαρξία δημόσιας τοποθέτησης της επίσημης γερμανικής διπλωματίας, που την εκφράζει, ασφαλώς, το υπουργείο Εξωτερικών. Μπορεί, βέβαια, οι παραπάνω δύο συμφωνίες-συνθήκες τυπικώς να μη συνιστούν διεθνείς συμφωνίες, αφού εντάσσονται στο κοινοτικό κεκτημένο, γεγονός που επιτρέπει και παρεμβάσεις άλλων φορέων. Ουσιαστικά δεν παύουν, ωστόσο, να ρυθμίζουν σχέσεις και συμπεριφορές μεταξύ λαών, που ο χειρισμός τους είναι μέλημα των υπουργείων Εξωτερικών. Στη γερμανική πρεσβεία στην Αθήνα σίγουρα δεν θα διαφεύγει της προσοχής ότι η δυσαρέσκεια των ελλήνων πολιτών κατά των επαναλαμβανόμενων απειλών του κ. Σόιμπλε και άλλων γερμανών αξιωματούχων συνεχώς διογκούται, ενώ, αντίθετα, συρρικνώνονται εις το ελάχιστο τα φιλογερμανικά αισθήματα.