Έχοντας πέσει η αυλαία
Δυστυχώς, ο ανθρωπάκος κατηγορήθηκε εκ σατανικής συμπτώσεως ως διαρρήκτης, ταλαιπωρήθηκε τα μέγιστα από τη δικαιοσύνη, για να αθωωθεί τελικά όταν συνελήφθησαν οι πραγματικοί ένοχοι και ομολόγησαν χάρη στο εφαρμοζόμενο τότε από την Ασφάλεια «προανακριτικό μπερντάχι». Έτσι, το μόνο κέρδος του φουκαρά ήταν το παρατσούκλι «Ο Άγιος», που τον συνόδευε μέχρι του τάφου αντί ονοματεπώνυμου…
Τώρα που οι εορτές 2015-2016 ανήκουν στην Ιστορία και οι καλικάντζαροι επέστρεψαν στα έγκατα του πλανήτη, μοχθούντες πάλιν ολοχρονίς «να κόψουν το δένδρο της γης» με την ίδια ταχύτητα που κατασκευάζεται το Μετρό Θεσσαλονίκης, τώρα που τα «ύδατα καθαγιάσθηκαν», οι φωτεινές γιρλάντες έσβησαν και τα δενδράκια, ξερά και ταλαίπωρα, πετάχτηκαν στο πεζοδρόμιο να τα μαζέψει ο σκουπιδιάρης, τώρα που η καθημερινότητά μας ξαναμπήκε στη ρότα της, η στήλη θα αποπειραθεί να ολοκληρώσει τις θύμησές τις, κάνοντας μια περαντζάδα στην Αθήνα του «τότε», για να ξυπνήσει αναμνήσεις στους νεαρούς εκείνης της εποχής. Οι εορτές δεν είχαν τη σημερινή χρονική διάρκεια, που με το μπάσιμο του Νοεμβρίου αρχίζουν οι διακοσμήσεις με καταιγίδες φωτάκια, έλκηθρα και ταράνδους, με ή χωρίς ροδοκόκκινους Φράγκους Άη Βασίληδες να ξαμολάνε ένα ηλίθιο «Χο, χο, χο, χο». Τότε τα προεόρτια άρχιζαν λίγες ημέρες πριν από την παραμονή. Τότε στήνονταν στην οδό Αιόλου, στο τμήμα από Χαυτεία έως την Κολοκοτρώνη, οι πάγκοι με τους μποναμάδες και τα παιχνίδια, ένα έθιμο που ο «αρχοντοχωριατισμός» το εξοβέλισε από την πόλη μας. Δύο-τρία μεγάλα μαγαζιά του κέντρου, όπως του Λαμπρόπουλου, το Νέον Μινιόν και ο Δραγώνας, «ντύνονταν» εξωτερικά με κάποια σύνθεση εμπνευσμένη από το πνεύμα των ημερών για να προσελκύσουν περαστικούς. Τα ίδια αυτά καταστήματα ανέθεταν σε ταλαντούχους διακοσμητές να φτιάξουν φανταχτερές βιτρίνες, όπου εκθέτανε ό,τι πιο ελκυστικό διέθετε το κατάστημα. Το Μινιόν μάλιστα χάριζε στους πελάτες του αλλά και σε κάθε εισερχόμενο ένα μικρό ημερολόγιο τσέπης. Τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν «πόλεις-δορυφόροι», όπως εξελίχθηκαν σήμερα όλοι σχεδόν οι περί την πρωτεύουσα δήμοι. Τοπικές αγορές πάντα υπήρχαν με προοδευτικούς και σχετικά έντιμους επαγγελματίες. Το άρωμα όμως της κακομοιριάς και της μιζέριας ήταν διάχυτο και η φτώχεια των εμπορευμάτων, με τη χαμηλή τους ποιότητα, ήταν απωθητική. Έτσι, την παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς αλλά και την τελευταία Κυριακή του έτους, που για τα μαγαζιά ήταν εργάσιμη, οι κάτοικοι της μείζονος πρωτευούσης εγκατέλειπαν τις γειτονιές τους και εκστρατεύανε προς το κέντρο προκαλώντας συνωστισμό και έναν πανηγυριώτικο πανζουρλισμό.
Τα μαγαζιά δούλευαν με συνεχές ωράριο από λίαν πρωί μέχρι και πέραν τις 10 το βράδυ. Ξεροστάλιαζαν στα πόδια τους οι εμποροϋπάλληλοι, που την έβγαζαν στα αρπαχτά με καμιά τυρόπιτα. Τα μαγαζιά ήσαν φίσκα αγοραστές και… πορτοφολάδες. Χαζολογούσαν οι περιπατητές εμπρός στις βιτρίνες και σχεδόν όλοι κράταγαν πακέτα ή ένα κλωνάρι γκι. Τα «μη νόμιμα ζευγάρια» -κατ’ ανοχήν, λόγω της ημέρας- βάδιζαν αλά μπρατσέτα ελεύθερα υπό τους ήχους της φιλαρμονικής των Συλλόγων Τυφλών, που ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους παιανίζοντας τα κάλαντα. Πλανόδιοι μικροπωλητές πουλούσαν το Λαχείο Συντακτών με τις πολυκατοικίες και τα διαμερίσματα που θα κέρδιζαν οι τυχεροί. Η κλήρωση γινόταν το απομεσήμερο της παραμονής του νέου έτους στην αίθουσα του Παρνασσού. Ακολουθούσε η έκδοση παραρτήματος με τους κερδίζοντες αριθμούς, που γίνονταν ανάρπαστο, καθώς πάνω τους χτίζονταν τα όνειρα πολλών ζευγαριών. Άλλοι πλανόδιοι συνωθούνταν στα πεζοδρόμια πουλώντας τεράστια πολύχρωμα μπαλόνια που περιείχαν αέριο, ανυψώνονταν και γέμιζαν χρώμα τον… αέρα. Οι πολισμάνοι έκαναν τα «στραβά μάτια», καθώς λόγω του πτητικού αερίου θεωρούνταν επικίνδυνα και η πώλησή τους απαγορευόταν. Μέσα στα λευκά βαρέλια τους, οι τροχονόμοι, που ρύθμιζαν την κυκλοφορία στα κεντρικά σταυροδρόμια, δέχονταν πακέτα με δώρα, που άφηναν μπροστά στο βαρέλι επώνυμοι γιωταχήδες. Αλλά και αρκετές επιχειρήσεις χάριζαν προϊόντα τους για διαφήμιση. Ξεπουλιόνταν τα ρόδια που θα σπάγανε οι νοικοκυραίοι μπροστά στην εξώπορτα για το «καλό του χρόνου», ουρές υπήρχαν και στους «ξηρούς καρπούς», που έπρεπε να υπάρχουν άφθονοι για γούρι αλλά και για να συνοδεύσουν το βερμούτ στην αλλαγή του χρόνου. Κάθε λογής πλανόδιοι έμποροι πουλούσαν τα πιο απίθανα πράματα, ενώ ανάπηροι επαίτες στρώνονταν καταγής ζητώντας ελεημοσύνη. Και το συμπαγές κύμα μιας ανθρωποθάλασσας, με μπουλούκια γύφτισσες ανάμεσά της, πάφλαζε στην οδό Σταδίου, στην Ερμού, την Αιόλου και την Αθηνάς, με προσμονή για το καλύτερο…
Παρέκει, στην Ερμού, μπροστά στου Μαγγιόρου, ένας αισθηματίας λατερνατζής μεράκλωσε με τις καντάδες που παίζει η λατέρνα και σιγοντάρει: «Έχει η Αθήνα ομορφιές / έχει χιλιάδες ζωγραφιές / έχει και κάτι Πλακιώτισσες που λες / ροδόστομο τις πότισες…