Ο Άγιος

Ο κινηματογραφικός «Άγιος», όπως η 7η Τέχνη απαιτεί, ήταν πάντοτε ένας όμορφος, γοητευτικός νέος με μυαλό ξουράφι, που συναγελάζετο πανέμορφες αριστοκρατικές γυναίκες, με τις οποίες νταραβεριζόταν στις σουίτες πανάκριβων πολυτελών ξενοδοχείων. Οδηγούσε, δε, κάτι σπάνια σπέσιαλ αυτοκίνητα, που μετέρχονται την όποια διαολιά προκειμένου να διασώσουν κάποια κρίσιμη στιγμή τον απηνώς κυνηγούμενο «Άγιο», χωρίς να χρειαστεί για τη σωτηρία του να κάνει ο «Άγιος» τάματα σε… αγίους.

Αντίθετα, ο δικός μας, ο Έλληνας, ο γνωστός με το παρατσούκλι «Άγιος», ουδεμία συνάφεια είχε με την αστυνομική λογοτεχνία και μοναχά με την πραγματική Αστυνομία είχε κάτι «πάρε-δώσε», και πιο συγκεκριμένα με την Ασφάλεια, στα αρχεία της οποίας υφίστατο το πλουσιότατο βιογραφικό του με τις σχετικές προφίλ και ανφάς φωτογραφίες… Όσο για το προσωνύμιο «ο Άγιος», το απέκτησε ή μάλλον το κατέκτησε στην «πιάτσα», όπου επί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα εξάσκησε τα προσόντα του, τα οποία λεπτομερώς περιγράφονται στα ως άνω αρχεία.

Όπως γνωρίζουν οι παλαιότεροι, στα «χρόνια της αθωότητος» δεν συνηθιζότανε να διακοσμείται με διάφορες φωτεινές και άλλες συνθέσεις το κέντρο της Αθήνας κατά το διάστημα των εορτών των Χριστουγέννων και του νέου έτους. Μόνο μερικά μεγάλα καταστήματα, κυρίως γυναικείας και ανδρικής μόδας, έδιναν έναν κάποιον ιδιαίτερο εορταστικό τόνο στις βιτρίνες τους. Στην οδό Σταδίου κατ’ εξαίρεση, από την πλατεία Ομονοίας μέχρι την πλατεία Συντάγματος και στην κάτω πλευρά αυτής, τις εορτάσιμες ημέρες άναβαν σε μικρές αποστάσεις φωτεινές γιρλάντες από λάμπες οικιακού φωτισμού, καθέτως προς την άσφαλτο. Ο έκτακτος αυτός φωτισμός δημιουργούσε μιαν ευχάριστη ψυχική διάθεση στους διερχομένους «υπό τους λαμπτήρας» και μια φαντασμαγορική εορταστική ατμόσφαιρα στην πόλη. Τα χριστουγεννιάτικα δένδρα δεν συγκινούσαν τότε τους Αθηναίους, που τα θεωρούσαν «ξενόφερτο έθιμο» και οι περισσότεροι αντί δένδρου τοποθετούσαν σπίτια τους ένα καραβάκι, που θεωρείτο περισσότερο χριστιανικά συμβατό με τα ελληνικά ήθη και έθιμα. Έτσι, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, η Αστυνομική Διεύθυνσις εξέδιδε ανακοίνωση που δημοσιευόταν στις καθημερινές εφημερίδες, με την οποία πληροφορούσε το κοινό ότι «Απαγορεύται η κοπή, η έκθεσις, η αγορά και η πώλησις παντός δένδρου προς διακόσμησιν ένεκεν Χριστουγέννων. Οι παραβάται…» κ.λπ. Παρά ταύτα και έλατα κυρίως κόβονταν από την Πάρνηθα, και σε κεντρικές πλατείες επισήμως πωλούνταν, με τιμές αισχροκέρδειας, και το κοινόν τα αγόραζε, και η Αστυνομία πάθαινε τραχώματα και δεν έβλεπε ούτε παραβάτες ούτε παράβαση…

Τα χρόνια εκείνα η Ελλάδα και οι Έλληνες ήσαν διεθνώς «πολύ στα επάνω τους». Κάτι οι πολεμικές τους νίκες, κάτι τα μαρτύρια της Κατοχής, που τα αντιπαρήλθαν με ψηλά το κεφάλι, κάτι και η «ανασυγκρότηση», που πραγματοποιούταν με ασύλληπτους για τη χώρα ρυθμούς, οι ξένοι έβλεπαν την Ελλαδίτσα μας σαν το 9ο θαύμα. Τότε, γύρω στα 1955, 1956, η Σουηδία, δηλαδή ο Δήμος της Στοκχόλμης, επ’ ευκαιρία των Χριστουγέννων, έστειλε σαν φιλοφρόνηση στον Δήμο Αθηναίων δώρο ένα πανύψηλο, γεμάτο ζωντάνια, «παχουλό» έλατο . Η Αθήνα, αφού ευχαρίστησε δεόντως, το έστησε στην άκρη της πλατείας Κοτζιά, απέναντι από το δημαρχείο, ανάμεσα στο κεντρικό ταχυδρομείο και το νεοκλασικό κεντρικό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, τότε που δεν είχε ακόμη πλακώσει ο «μοντέρνος αρχιτεκτονικός βιαστής» να τη βιάσει. Κρέμασαν στο δένδρο μπόλικα φώτα και οι Αθηναίοι, που περνούσαν φορτωμένοι με ψώνια επιστρέφοντας από την παρακείμενη Κεντρική Αγορά, σταμάταγαν και το θαύμαζαν. Μέσα στο πλήθος, εντελώς τυχαία, πέρασε και ο «Άγιος», μόνον που τότε δεν είχε αποκτήσει ακόμη το αγιωτικό προσωνύμιο και ήταν γνωστός ως «Ασημάκης Βεζίρογλου, ή Χλέπας ή Τσατσαράκιας ή απλά Ασημάκης ο Ουστ…». Κοντοστάθηκε. Θαύμασε και αυτός και όπως ήταν «στεγνός» και δεν είχε ούτε για να παίξει ζάρια, του κατέβηκε η ιδέα: Θα ντυνόταν Άη Βασίλης, θα καθόταν πλάι στο δένδρο και θα φωτογραφιζόταν με τα παιδιά που θα έφερναν οι μανούλες για σουβενίρ. Φόρεσε μια κόκκινη κελεμπία, κότσαρε στη μούρη μιαν άσπρη μπαμπακούρα και στήθηκε πλάι στο δένδρο. Ουδείς ρεαλιστικότερος «Άγιος» από αυτόν. Σεφτέ του έκανε μια συμπαθής κυριούλα φορτωμένη πακέτα και σέρνουσα ένα μικρό κλαψιάρικο διαολοκόριτσο. Για να το ηρεμήσει, η μάνα το πήγε στον… Άη Βασίλη, μπας και πάψει να σκανταλεύει. Η μικρή τα «βρήκε» μαζί του και φεύγοντας του είπε: «Σε παρακαλώ, Άγιε Βασιλάκη μου, να ‘ρθεις και στο σπιτάκι μας στην οδό Ιουλιανού 33 στο Παγκράτι. Εάν λείπουμε, επειδή δεν έχουμε καμινάδα για να κατεβείς, η μαμά μου αφήνει το κλειδί στη μεγάλη γλάστρα με τη φτέρη πλάι στην είσοδο!»…

…Κατά διαβολική σύμπτωση τους διέρρηξαν το σπίτι και δεν άφησαν ούτε τις χυλοπίτες στο ντουλάπι της κουζίνας. Ένοχος θεωρήθηκε σύμφωνα με την κατάθεση της μαμάς ο Άη Βασίλης, που μπαγλαρώθηκε. Το μόνο κέρδος του ήταν πως στην πιάτσα τον αποκαλούνε πια «ο Άγιος»…


Σχολιάστε εδώ