Εθνόμετρα και ορθόμετρα…
Ένα από τα αυτονόητα της γενιάς μου ήταν, λ.χ., ότι γεννιέσαι είτε άντρας είτε γυναίκα και, αν έχεις την ατυχία, γεννιέσαι με ανατομικές και ορμονικές αποκλίσεις, οι οποίες δεν σου επιτρέπουν μια μονοσήμαντη αντιστοιχία με κάποιο από τα δύο φύλα. Η γενιά μου τώρα διδάσκεται -και μάλιστα από συνομηλίκους που κάνουν τον πολιτικό ή τον διανοούμενο- ότι δεν υπάρχουν όρια στην κανονικότητα και ότι ανεξάρτητα από την ανατομία και τις ορμόνες, κάθε άτομο έχει δικαίωμα να προσδιορίσει το φύλο στο οποίο επιθυμεί να ανήκει. Ότι το φύλο είναι μεταβλητή με πολλές τιμές και κάθε άτομο έχει (ανθρώπινο) δικαίωμα να προσδιορίζει ελεύθερα την τιμή. Ότι οι υπόλοιποι, που δεχόμαστε ως φύλο μας αυτό που έχει αποφασίσει η φύση (και, ευτυχώς, δεν έχει αμφισβητήσει η κοινωνία), καλούμαστε να σεβαστούμε την απόφαση άλλων να προσδιορίζουν εκείνοι το φύλο τους όπως τους αρέσει. Σε διαφορετική περίπτωση, θα βρεθούμε εκτός πολιτικής ορθότητας, δηλαδή θα είμαστε ομοφοβικοί, λεσβιοφοβικοί, τρανσφοβικοί κ.ο.κ. Όλη αυτή η «πρόοδος» μας στεναχωρεί και κυρίως η δοσολογία της. Από την άλλη μεριά, αισθανόμαστε τυχεροί μέσα στην ατυχία μας: Δεν πλήττουμε, έχουμε την τύχη να ζούμε ανατροπές που ήταν αδύνατο να φανταστούμε ότι θα γίνονταν στις μέρες μας. Και έπεται συνέχεια, στο όνομα πάντοτε του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων του παιδιού και της «ανωτερότητας» του δυτικού πολιτισμικού παραδείγματος, που επιβάλλει στους απολίτιστους τις οικουμενικές αξίες, τα οικουμενικά μέτρα και σταθμά, εντέλει την επίκαιρη πολιτική ορθότητα.
Ένα δεύτερο αυτονόητο της γενιάς μου ήταν ότι η διαπαιδαγώγηση μέσα στο σχολείο αφορά τη νέα γενιά στο σύνολό της, είναι δηλαδή υπερκομματική, υπερπαραταξιακή υπόθεση. Η επίσημη αγωγή και η παιδεία θεωρούνταν εθνική υπόθεση, όχι μόνον από την κατεστημένη διανόηση αλλά και από την ανατρεπτική. Τώρα διδασκόμαστε -πάλι, όχι από νεότερους στην ηλικία, αλλά από συνομηλίκους μας στα υπουργεία, τις στήλες των εφημερίδων, τις οθόνες και τα μικρόφωνα- ότι η διδασκαλία των μαθημάτων στο σχολείο -και ειδικά η διδασκαλία της Ιστορίας- πρέπει να αλλάξει, ότι δεν έχουν εκεί θέση τα «εθνόμετρα» (ως εάν υπήρχαν τέτοια), αλλά η δημιουργία ιστορικής συνείδησης και κριτικής σκέψης, προφανώς κριτικής σκέψης με συγκεκριμένο πρόσημο, διότι η αδέσμευτη κριτική σκέψη μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγική για τους ίδιους τους εισηγητές της νέας μεταρρύθμισης (ναι, δεν νοείται στην Ελλάδα υπουργός Παιδείας χωρίς τουλάχιστον μια μεταρρύθμιση).
Η ατυχία μας συνίσταται στο γεγονός ότι, πάλι στις μέρες μας, βλέπουμε να επιβάλλεται το «ορθόμετρο» για την αξιολόγηση της προσφερόμενης διαπαιδαγώγησης, με πρόσχημα την κατάργηση του «εθνόμετρου». Γνώρισα μέχρι τώρα αρκετούς, καθ’ όλα αξιόλογους, υπευθύνους του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, μεταξύ αυτών και τον αείμνηστο Αλέξη Δημαρά. Κρίμα που δεν τους ρώτησα πού βάζουν το «εθνόμετρο» μετά τις συνεδρίες των οργάνων, για να του ρίξω μια ματιά και να δω αν είναι σωστά τα γράδα. Όμως είμαστε και τυχεροί: Δεν πλήττουμε, φροντίζει γι’ αυτό η εισαγωγή του «ορθόμετρου» στο σχολείο και οι αναμενόμενες αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, των γονέων και της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που δεν έχει άλλα ζόρια, παρά πώς θα καταπολεμήσει τον κακό «εθνοκεντρισμό».
Το τρίτο αυτονόητο της γενιάς μου ήταν ότι η Αριστερά πρόβαλλε πάντοτε ως δύναμη ανατροπής, ως παράγων δημιουργίας ενός άλλου, εναλλακτικού, πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού παραδείγματος ή καθεστώτος. Οι διαφωνίες και οι αντιπαραθέσεις μέσα στην Αριστερά αφορούσαν τη δυνατότητα, τον τρόπο και τον χρόνο μετάβασης από το παλιό παράδειγμα στο νέο. Η πολεμική από το αντίπαλο στρατόπεδο αφορούσε την ουσία του νέου παραδείγματος, όχι τη βούληση της Αριστεράς να το επιβάλει. Διδασκόμαστε τώρα ότι Αριστερά (και όχι Σοσιαλδημοκρατία) μπορεί να σημαίνει όχι ανατροπή ή έστω αλλαγή του ισχύοντος παραδείγματος, αλλά πιστή διαχείρισή του. Και όχι μόνον αυτό. Μας λένε ότι ακόμη και αν η διαχείριση του ισχύοντος καθεστώτος είναι η ίδια ή χειρότερη από εκείνη που έκαναν νωρίτερα οι πολιτικοί αντίπαλοι από τη συντηρητική παράταξη και τη Σοσιαλδημοκρατία, οφείλουμε να το παραβλέψουμε και να είμαστε επιεικείς (αν όχι και ευχαριστημένοι), επειδή κυβερνά για πρώτη φορά η Αριστερά. Η οποία αναγκαστικά, αφού αποφάσισε -κάπως καθυστερημένα, είναι αλήθεια- να δεχθεί ως ανυπέρβλητο το ισχύον ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο, προσπαθεί να επιβιώσει μέσα από τη συμμόρφωση με τις επιταγές του, χωρίς όμως να χάσει την αύρα της Αριστεράς. Έτσι η συμμόρφωση της κυβέρνησης με τις επιταγές του πλαισίου συμβαδίζει με τις γροθιές στο στομάχι -άλλως, επαναστάσεις ή μεταρρυθμίσεις- που εισπράττουν οι πολίτες αυτής της χώρας, εξαιρουμένων ορισμένων μειοψηφιών, όταν ακούνε για το δικαίωμα του προσδιορισμού του φύλου από τον καθέναν ανάλογα με τις επιθυμίες του, το δικαίωμα τεκνοθεσίας και ανατροφής παιδιών μέσα σε οικογένειες που απαρτίζονται από ομοφυλόφιλα ζευγάρια, την κατάργηση του υποτιθέμενου «εθνόμετρου» στην εκπαίδευση ή για την Αριστερά ως βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου διαχειριστή του υπάρχοντος καθεστώτος.
Ναι, η γενιά μου καλείται να μάθει ξανά τη σημασία των λέξεων «φύλο», «γάμος», «παιδεία» και «Αριστερά», δυστυχώς. Αλλά ας είμαστε ευχαριστημένοι παρ’ όλα αυτά. Δεν πλήττουμε και πρέπει να θεωρούμε εαυτούς τυχερούς. Διότι τέτοιες ανατροπές στα αυτονόητα αιώνων δεν γίνονται τόσο συχνά, τόσο συμπυκνωμένα. Συμβαίνουν όμως στις μέρες μας και ευτυχώς που τις προλάβαμε, για να αποδράσουμε από τον κόσμο τούτο με τη βεβαιότητα ότι αυτό που ονομάζεται «πρόοδος» μερικές φορές δεν είναι παρά το φανταχτερό περιτύλιγμα της βούλησης μιας ελίτ -που στην εποχή μας τυχαίνει να είναι υπερεθνική- και ότι τα υποκείμενα της προόδου μπορεί στην ουσία να είναι οι υπηρέτες αυτής της ελίτ. Αν, τώρα, η προσφερόμενη υπηρεσία στη διάχυση και τη νομιμοποίηση της πολιτικής ορθότητας γίνεται συνειδητά και εκ πεποιθήσεως, από ανάγκη ή εκ παραδρομής, είναι ζήτημα εντελώς δευτερεύον. Έτσι, το ερώτημα δεν είναι πλέον αν η κυβερνώσα Αριστερά ξεφουσκώσει, αλλά αν ξεφουσκώσει ανώμαλα ή ήπια.
Θα φανεί μέσα στο 2016 και θα εξαρτηθεί -από ποιον άλλον- μάλλον από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.