Μια φορά και έναν καιρό…
Με την παλάμη σκουπίζω τα νοτισμένα μάτια μου, καθώς θυμάμαι τέτοιες μέρες που ο ταχυδρόμος έφερνε ένα μάτσο καλόγουστες κάρτες με χιονισμένα τοπία και με τις κλασικές ευχές «Merry Christmas and happy new year».Τις τοποθετούσαμε πάνω στον μπουφέ, πλάι στις πιατέλες με τα καλούδια, και στις ανθοστήλες με τα κρυστάλλινα βάζα επάνω τους, τα γεμάτα κλαδιά έλατου και κατακόκκινα αλεξανδρινά, μέσα σε έναν καταρράκτη χρυσές γιρλάντες.
Ούτε κάρτες ούτε ευχές υπάρχουνε φέτος να απαλύνουν την κατάθλιψη των γηρατειών. Μόνο λογαριασμούς άφησε ο ταχυδρόμος, όπου οι φάκελοι με τις μωβ σφραγίδες ζητούσαν τη μάνα και τον πατέρα μου. Ποσά που ήταν ίδια βαμπίρ, που διψούσαν για ανθρώπινο αίμα.
Έχοντας ρίξει μαύρο στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, που η θύμησή του πληγώνει, η σκέψη μου περιπλανήθηκε σε παλιές εποχές, στα χρόνια των γονιών μου. Θυμάμαι πόσο απλή ήταν τότε η ζωή και πόσο απλοί ήσαν οι άνθρωποι. Φτώχεια υπήρχε πάντοτε, αλλά την είχαμε συνηθίσει και την υφιστάμεθα αγόγγυστα προσδοκώντας το καλύτερο. Και τις μεγάλες γιορτές -Χριστούγεννα, Πάσχα, Δεκαπενταύγουστο- τις γιορτάζαμε κατανυκτικά, σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα του και τόπου μας. Οι παππούδες μας περνούσαν τα εορταστικά «προεόρτια» με νηστεία και προσευχή, κατσαδιάζοντας τους νεότερους, τους αμαρτωλούς, που «δεν σέβονται πια τίποτα». Αλλά συγκρίνοντας τη ζωή εκείνη με τη σημερινή, νιώθουμε πως έχουμε εξευρωπαϊστεί και εκμοντερνιστεί υπερμέτρως. Αντιγράψαμε από τους ξένους και κυρίως από τους Αμερικανούς τα δικά τους εορταστικά έθιμα. Όμορφο είναι βέβαια που στολίζουμε τα πάντα. Σπίτια, δρόμους, δένδρα, μαγαζιά, και ό,τι βρίσκεται μπροστά μας, με ένα πλήθος μικροσκοπικά λαμπιόνια, που δημιουργούν μια φαντασμαγορική, μια ονειρική ατμόσφαιρα. Φέραμε σπίτι μας το χριστουγεννιάτικο δέντρο, του φορτώσαμε γυαλιστερά στολίδια και εκατοντάδες φωτάκια ψείρες, που αναβοσβήνουν μεταφέροντάς μας στον κόσμο των παραμυθιών. Παρ’ όλα ταύτα, στη μνήμη παρέμεινε ζωντανή η καθημερινότητα των χρόνων των γονιών μας και ας μην υπήρχε τότε παρόμοια γκλαμουριά. Τότε οι γυναίκες επαγγέλονταν τα οικιακά και ανασκουμπώνονταν να ετοιμάσουνε το σπίτι για τα Χριστούγεννα. Πολυμελείς ήσαν τότε οι οικογένειες και κάθε σπιτικό είχε μπόλικες γυναίκες να… φάνε κι οι κότες. Συγκατοικούσαν νύφες, πεθερές και ανύπανδρες θείες, που είχαν πιάσει θέση στο «ράφι». Μηχανικά μέσα, όπως ηλεκτρικές σκούπες, κουζίνες, πλυντήρια, ψυγεία και άλλα ηλεκτρικά σκεύη δεν υπήρχαν, ή υπήρχαν μοναχά σε σπίτια παραλήδων. Έτσι όλες οι δουλειές περνούσαν από τα γυναικεία χέρια. Τα Χριστούγεννα, που ήταν θρησκευτική και οικογενειακή εορτή, τα σπίτια ήσαν ανοιχτά και θα πλάκωνε ολόκληρο το σόι για τραπέζωμα. Έπρεπε να κρεμαστούν οι βαριές βελούδινες κουρτίνες, να γυαλιστούνε με «Μπράσο» τα ασημικά, για να λαμποκοπάνε μέσα στο σκρίνιο, όπως και τα χάλκινα, οι κατσαρόλες και τα ταψιά, που παρατεταγμένα στα ράφια της κουζίνας μόλις τα έφεραν απ’ τον γανωματή που τα επικασσιτέρωσε και είναι έτοιμα για το μαγείρεμα του πατροπαράδοτου γουρουνιού ή της γεμιστής γαλοπούλας στο κλασικό «μασίνι» με τα ξυλοκάρβουνα. Έπρεπε επίσης να αγοράσουν νέφτι και παρκετίνη «Lambo» για να γυαλίσουν το παρκέ του σαλονιού και μετά να πετσοκόψουν μια μάλλινη τριμμένη φανέλα του παππού ώστε να φτιάξουν πατάκια για να μην αφήνουν πατημασιές στο φρεσκαρισμένο πάτωμα… Να μεριμνήσουν για ανθρακίτη για τη σόμπα τη «σαλαμάνδρα» που θα ανάψουν και να κρεμάσουνε στους τοίχους του σαλονιού τα «σιζαντεδάκια» -τα μικρά εκείνα ανατολίτικα χαλάκια- που θα μονώσουνε από το κρύο τα παγωμένα τα ντουβάρια. Πηγαινοερχότανε στον φούρνο η Μυρσίνη, το δουλικό, κουβαλώντας τις μεγάλες μαύρες λαμαρίνες του φούρναρη με τα ψημένα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, που θα σχημάτιζαν ολόκληρα βουνά μέσα στις πορσελάνινες πιατέλες. Έπρεπε να είναι όλα μπόλικα επειδή θα στείλουν σε γείτονες και φίλους που έχουν πένθος και ούτε γιορτάζουν ούτε γλυκά θα φτιάξουνε φέτος.
Μοσχομύριζαν τα σπίτια από το βούτυρο των κουραμπιέδων και από το μέλι και την κανέλα των μελομακάρονων. Και από τα ανθοδοχεία οι ντάλιες και τα χρυσάνθεμα συνεισέφεραν τη δική τους ξεχωριστή ευωδιά. Δώρα δεν ανταλλάσανε μεταξύ τους οι άνθρωποι τα Χριστούγεννα. Τα δώρα, οι λεγόμενοι μποναμάδες, χαρίζονταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ίσως η μίμηση ενός φράγκικου εθίμου, ίσως η βιασύνη των εμπόρων να γεμίσει νωρίτερα ο μπεζαχτάς, ίσως ακόμα η επιθυμία μερικών να δειχτούνε «βέροι Ευρωπαίοι» αφαίρεσαν το προνόμιο του ταπεινού μας Άη Βασίλη, να κατεβεί από τις καμινάδες για να μοιράσει μποναμάδες και να σκορπίσει τη χαρά. Προτίμησαν τα δώρα του Pere Noel με την κατακόκκινη φάτσα από τα σναπς που μπεκρουλιάζει. Μαρτυρία έχουμε από την καλή μας την Αρλέτα, που με την κιθάρα της μας εξομολογήθηκε τραγουδιστά: «Προχτές αργά στο μπαρ το ναυάγιο / βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο…».
Και ο άγιος αυτός που τα κουτσόπινε δεν μπορεί παρά να ήταν ο Pere Noel, που μας κουβαλήθηκε από τον απώτατο Βορρά με το έλκηθρο και τους… τάρανδους!